Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Οι επενδυτές γυρνάνε την πλάτη στην Ελλάδα





Του Κ. Καλλωνιάτη, AYΓΗ 6.12.14

Στις 29 Οκτωβρίου ο Economist δημοσίευσε άρθρο με τίτλο "Πού να μην επενδύσετε στην Ευρώπη", όπου με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (έκθεση επιχειρηματικότητας) προέκυπτε πως η Ελλάδα ήταν η περισσότερο απωθητική χώρα στην Ευρώπη για επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς για αδειοδοτήσεις και για κλείσιμο επιχειρήσεων χρειαζόταν υπερδιπλάσιος χρόνος (3,5-4,3 έτη) του μέσου ευρωπαϊκού.
Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει το γεγονός πως πέντε χρόνια μνημονιακής πολιτικής καταστροφικής λιτότητας δεν κατάφεραν να φέρουν νέες παραγωγικές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία (-16% ετησίως οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου την πενταετία 2009-2013 και -3,3% στο α' εννεάμηνο 2014).
Παρά ταύτα, ο κ. Σαμαράς επιμένει να λέει στους νέους επιχειρηματίες πως "βρισκόμαστε στο τέλος της διαδρομής, στο τέλος μιας επίπονης προσπάθειας και θα τα καταφέρουμε". Αντίστοιχα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας διαβεβαίωνε πριν λίγο καιρό πως "η ύφεση τερματίζεται, η χαμένη ανταγωνιστικότητα ανακτάται και οι αποκρατικοποιήσεις υλοποιούνται".
Από πού, άραγε, προκύπτει τόση αισιοδοξία ώστε να προδικάζουν ανάκαμψη από το 2014 και εκτίναξη 11,7% του όγκου των επενδύσεων το 2015; Μήπως από την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων; Μα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, στο α' οκτάμηνο 2014 οι άμεσες επενδύσεις ήταν 22% χαμηλότερες από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2013.


Μήπως από την εξαιρετικά θετική πορεία υλοποίησης του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων; Μα αυτό είναι ένα πρόγραμμα που συνεχώς ξεπλένεται... στο πλυντήριο για να μικρύνει. Αφού η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από τους στόχους, θα πρέπει οι στόχοι να αναθεωρούνται κάθε χρόνο μήπως και πλησιάσουν την πραγματικότητα. Θυμίζουμε πως για το σύνολο της εξαετίας 2011-2016 τον Μάρτιο 2011 προβλέπονταν 50 δισ. ευρώ έσοδα αποκρατικοποιήσεων. Τον Μάρτιο 2012 προβλέπονταν 25 δισ. τον Μάιο 2013 προβλέπονταν 11,8 δισ. και τον Απρίλιο 2014 προβλέπονταν 9,6 δισ. Έχουμε στο μεταξύ διανύσει τα 2/3 του χρονοδιαγράμματος και τα πραγματοποιηθέντα έσοδα είναι 2,9 δισ. ως σήμερα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ΤΑΙΠΕΔ - ΥΠΟΙΚ.
Με τον ρυθμό αυτό και δεδομένου ότι οι εισπράξεις καλύπτουν μόλις το 23% των προβλέψεων του προηγούμενου έτους, το σύνολο των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις στην εξαετία δεν θα ξεπεράσει τα 4,2 με 5 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πως την ίδια ώρα που οι στόχοι για τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων περιορίστηκαν στο 1/5, οι πραγματοποιήσεις εσόδων με το ζόρι θα φθάσουν στο 1/10 των αρχικών στόχων!
Μήπως, όμως, άλλοι δείκτες σχετικοί με τις επενδύσεις αποπνέουν αίσθημα αισιοδοξίας φέτος; Από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, η βιομηχανική παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών μειώνεται ετησίως το α' εννεάμηνο κατά 0,6% (-15% ο Σεπτέμβριος), η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα υποχωρεί στο ίδιο διάστημα 4,1%, η παραγωγή τσιμέντου μειώνεται αντίστοιχα 2,6%, ενώ τα στεγαστικά δάνεια και τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις μειώνονται σταθερά κατά 3,2% και 4,9% αντίστοιχα.
Τον περασμένο μήνα σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ επισημάνθηκαν τα εξής μεγάλα προβλήματα για την ελληνική οικονομία που εμποδίζουν τις επενδύσεις: μεγάλη διαφθορά, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, αύξηση εγχώριου πολιτικού κινδύνου, καθυστέρηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, αύξηση γεωπολιτικών κινδύνων στην περιοχή. Μάλιστα, το ΙΟΒΕ υπογράμμισε πως αυξάνεται ο κίνδυνος ατυχήματος για την οικονομία...
Στην τελευταία της έκθεση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μολονότι υιοθέτησε την πρόβλεψη του προγράμματος για θεαματική αύξηση των επενδύσεων το 2015, τόνισε πως οι συνθήκες επίμονα στενής ρευστότητας, η χαμηλή απορροφητικότητα ευρωπαϊκών ενισχύσεων (Ε.Ε., ΕΤΕ) και η αβεβαιότητα σχετικά με την εφαρμογή των συμφωνημένων πολιτικών επιβαρύνουν τις επενδυτικές αποφάσεις. Στη συνέχεια, ήλθε η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για την ελληνική οικονομία -όπου μεταξύ άλλων διαπιστώθηκε το έλλειμμα εθνικού σχεδίου ανάπτυξης- να τονίσει πως "η κυβερνητική έμφαση στον ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων τείνει να παραβλέψει τη σημασία σταθερών κανόνων του παιχνιδιού, ποιοτικής διακυβέρνησης και καλά επιλεγμένων κρατικών επενδύσεων σε υποδομές".
Όλοι αυτοί οι παράγοντες αναμφίβολα συμβάλλουν στην αδυναμία προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων και κατ' επέκταση στην αναζωογόνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας στη χώρα, αντίθετα με τις συνεχείς κι επιπόλαιες κυβερνητικές υποσχέσεις και διακηρύξεις. Όμως, το βασικότερο εμπόδιο σχετίζεται με την πεμπτουσία της ίδιας της πολιτικής της λιτότητας όπως την αναλύει από το 2012 το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Πολιτικών Εξελίξεων του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ: "Επίσης, βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει σημαντική πιθανότητα η ζήτηση να στηριχτεί στην εγχώρια και την ξένη ιδιωτική επένδυση εξαιτίας της ύφεσης, που πραγματικά αποτελεί παράγοντα ανάσχεσης για την ανάληψη επενδυτικών αποφάσεων, και του υψηλού νομισματικού και πιστωτικού ρίσκου της Ελλάδας. Το τεχνικό - παραγωγικό πρότυπο της οικονομίας, η διάρθρωση της κατανάλωσης και η κοινωνική κουλτούρα δεν την καθιστούν ελκυστική χώρα υποδοχής επενδύσεων φτηνής εργασίας κι επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας. Αν και το Μνημόνιο ΙΙ στοχεύει στη διαμόρφωση προϋποθέσεων μετασχηματισμού της σε χώρα φτηνής εργασίας, αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν το πέρας μιας βίαιης διαδικασίας εισοδηματικής προσαρμογής σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο οικονομιών με συγκριτικό πλεονέκτημα στο κόστος εργασίας. Οι προαναφερόμενες αιτίες καθιστούν μη ρεαλιστικό το Μνημόνιο ΙΙ, αλλά ταυτόχρονα μειώνουν και τον βαθμό ελευθερίας όσον αφορά τη σταθεροποιητική και την αναπτυξιακή διαχείριση της ζήτησης" (Γ. Αργείτης "Απασχόληση, χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη", 8/2012).
Ασφαλώς είναι ουτοπικό να ζητεί κανείς από την κυβέρνηση Σαμαρά να αναθεωρήσει την πολιτική της. Είναι όμως απολύτως ρεαλιστικό να απαιτεί την εγκατάλειψη της πλάνης της προπαγάνδας και την προσγείωση στην οδυνηρή πραγματικότητα των αριθμών της οικονομίας. Γιατί με την καλλιέργεια ψευδεπίγραφων εντυπώσεων και τη διάδοση παραπλανητικών εκτιμήσεων όχι μόνο στις αγορές δεν μπορεί να βγει η χώρα αλλά κινδυνεύει να χάσει και όσους επενδυτές υπάρχουν ή ενδιαφέρονται ακόμη.