Ο κόσμος
ξέρει το Έβερεστ των 8848 μέτρων και τον «κατακτητή» του, Έντμουντ Χίλαρυ, δεν
ξέρει όμως τους ανώνυμους ορειβάτες των μικρότερων κατηγοριών. Ο κόσμος ξέρει
τον πρωταθλητή Ολυμπιακό, αγνοεί όμως το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα πάνω στο οποίο
πάτησαν μικρότερα ταλέντα είτε για να προχωρήσουν είτε για να βοηθήσουν στην
εμπέδωση του ευ αγωνίζεσθαι….
Ο
αντιδικτατορικός αγώνας προσαρμόσθηκε σε
μια ηρωοφιλική νόρμα, που από καιρό σε καιρό
τιμούσε τους «άγνωστους στρατιώτες» στα λόγια- στη πράξη όμως έκλινε το
μάτι υπονοώντας «εν τάξει μωρέ, εμείς βομβαρδίζαμε ενώ αυτοί απλώς πετροβολούσαν»….
Κι όμως, η
αντίσταση πάτησε σε αυτούς τους «άγνωστους στρατιώτες» που ελάχιστα τιμήθηκαν και μετά από κάποια
φάση σνομπαρίστηκαν ασυστόλως.
Ήταν
αυτοί που στις αρχές της δικτατορίας
κυκλοφορούσαν ανέκδοτα εις βάρος
των συντελεστών της – π.χ του Παπαδόπουλου, του οποίου η γκόμενα ζητούσε να ανοίξει τα
σύνορα, «για να μείνουνε μόνοι»… Ήταν αυτοί που κυκλοφορούσαν το «Ελλάς Ελλήνων
Χριστιανών Καθολικώς Διαμαρτυρομένων», ειπωμένο από τον Γεώργιο Παπανδρέου, που
με τη κηδεία του προκάλεσε το 1968 τη
μεγαλύτερη αντιχουντική διαδήλωση. Αυτοί που μετά μερικά χρόνια (1973)
διαδήλωσαν και στο μνημόσυνο του ίδιου ηγέτη, προκαλώντας συλλήψεις και καταδίκες. Αυτοί που βρέθηκαν
στην κηδεία του Σεφέρη το 1971, παρακολουθούμενοι από τους ασφαλίτες σε μια
σχέση man to man – ένας
ασφαλίτης προς ένα διαδηλωτή. Αυτοί που
δεν πήγαν να τσιμπήσουν επιχορήγηση από
το ίδρυμα Φορντ αλλά υπέστησαν αρνητικές διακρίσεις, στερούμενοι των
διαβατηρίων τους ακόμη και μετά επιτυχείς προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αυτοί που αποθέωναν στον κινηματογράφο
ΠΑΛΛΑΣ το φιλμ «Αίμα και φράουλες» - με τις
σκηνές καταλήψεων – ενστερνιζόμενοι μια νέα και πρωτοποριακή αγωνιστική φόρμα αλλά προκαλώντας την απαγόρευσή του έργου και σχίζοντας το δημοκρατικό πέπλο που
επιχειρούσε δι εαυτήν η Χούντα. Αυτοί που αμφισβητούσαν τον μύθο του Γουέμπλεϋ
και έγραφαν χειρόγραφες προκηρύξεις κατά του ποδοσφαίρου, που στη συνέχεια βρέθηκαν έξω από το
Πολυτεχνείο στις 16 του Νοέμβρη αλλά δεν «ταυτοποιήθηκαν», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόσφεραν στο
κύρος και στη δυναμική του αντιδικτατορικού εγχειρήματος. Αυτοί που – πολίτες ή
στρατευμένοι – ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου το καλοκαίρι του
1973 :
Με κορυφαίους της τελευταίας κατηγορίας τους συντοπίτες της μητέρας μου(Άγιος Ηλίας Μεσσολογγίου) που μετά το ψευτοδημοψήφισμα του 73 έστειλαν στις εφημερίδες υπεύθυνη και υπογεγραμμένη δήλωση αμφισβητώντας το αποτέλεσμά του στο συγκεκριμένο χωριό !
Με κορυφαίους της τελευταίας κατηγορίας τους συντοπίτες της μητέρας μου(Άγιος Ηλίας Μεσσολογγίου) που μετά το ψευτοδημοψήφισμα του 73 έστειλαν στις εφημερίδες υπεύθυνη και υπογεγραμμένη δήλωση αμφισβητώντας το αποτέλεσμά του στο συγκεκριμένο χωριό !
Όλοι οι
σπουδαίοι αστέρες της μεταπολιτευτικής περιόδου πάτησαν πάνω στη μαζική
αντίσταση-αντίδραση-αποδοκιμασία- αποστασιοποίηση του λαού από τη δικτατορία : Η οποία αντίσταση κλπ. αν δεν υπήρχε, θα
βλέπαμε σημεία και τέρατα, με πρώτο απ’
όλα τη δημοκρατική νομιμοποίηση της τυραννίας και τη φτωχομπινεδοποίηση
πολλών σημερινών αστέρων.
Τώρα το ότι
κάποιοι όπως ο Στέλιος Κούλογλου υποβαθμίζουν αυτή την ενεργητική ή παθητική διαμαρτυρία του λαού μας, δεν είναι κάτι που πρέπει να
προσπεράσουμε . Πρωτίστως όμως δεν
πρέπει να υποταχθούμε στους μεγαλοσχήμονες
που βασίστηκαν στους οβολούς των πολλών για να το ξεχάσουν στη
συνέχεια και για να χρησιμοποιήσουν αυτήν
ακριβώς την αποσιώπηση για τη δική τους ανύψωση …
AKOΛΟΥΘΕΙ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ
ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ TVXS
Δουλεύοντας ένα ντοκιμαντέρ για την δικτατορία καθώς και ένα
βιβλίο για την αντίσταση, αυτό που μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον, υπό το φως
και των σημερινών εξελίξεων, είναι η ανοχή που επέδειξε η μεγάλη πλειοψηφία του
πληθυσμού στο καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών.
Τα νεότερα κινηματογραφικά αρχεία δείχνουν πλήθος κόσμου να
υποδέχεται και να επευφημεί τους δικτάτορες, σε όλα τα μέρη της Ελλάδος. Η
αντίσταση ξεκίνησε από τις πρώτες ώρες, αλλά από μια χούφτα αγωνιστές,
απομονωμένους από τον πληθυσμό. Ο Μανόλης Καραπιπέρης, ένας από τους αφανείς
ήρωες που βασανίστηκε απάνθρωπα στο κολαστήριο της Μπουμπουλίνας, διηγείται ότι
όταν τον ανέβαζαν στην ταράτσα για την φάλαγγα, οι γείτονες που άκουγαν τις
κραυγές του αντιδρούσαν κλείνοντας τα παράθυρα.
Τα ξημερώματα του πραξικοπήματος, ο δημοσιογράφος Γιώργος Βότσης, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να περάσει την είδηση σε μια έκτακτη έκδοση της «Αυγής», βλέπει τους εργάτες στην Ομόνοια που φθάνουν με τα λεωφορεία για να πάνε στην δουλειά τους, χώνεται ανάμεσα τους και αρχίζει να φωνάζει συνθήματα: «κάτω η χούντα», «δημοκρατία». Παγωνιά. Δεν τον ακολουθεί κανείς. Όταν μετά από μήνες ο Καραπιπέρης απελευθερώνεται, τσακισμένος από τα βασανιστήρια, στο καφενείο της γειτονιάς του δεν του μιλάει κανείς, ούτε ο θείος του. «Για αυτόν τον λαό αγωνίζομαι;» αναρωτιέται κάποια στιγμή.
Η πλειοψηφία υιοθετεί συμπεριφορά
Χατζηαβάτη: φοβισμένος και δειλός, ένας ραγιάς με ευλύγιστη μέση έτοιμος να
κολακέψει, να συνεργαστεί ή να ανεχθεί τους ισχυρούς. Αυτή η στάση δίνει την
απάντηση σε ένα άλλο αμείλικτο ερώτημα που προκύπτει ακούγοντας και βλέποντας στα επίκαιρα τις ανεκδιήγητες δηλώσεις και τα
καμώματα των δικτατόρων: πως δηλαδή μπόρεσε να κρατηθεί
στην εξουσία για εφτά χρόνια ένα τόσο απάνθρωπο αλλά και γελοίο καθεστώς.
Σε όλο αυτόν τον πληθυσμό που κλήθηκε να «απολογηθεί» για
την στάση του όταν η χούντα κατέρρευσε προδίδοντας την Κύπρο, η εξέγερση
της 17ης του Νοέμβρη αποτέλεσε το τέλειο άλλοθι: υποτίθεται ότι ακόμη και αν δεν μπήκαν
στο Πολυτεχνείο κάπου πέρασαν απ' έξω εκείνες τις μέρες. Ακόμη και αν δεν
πλησίασαν, είχαν το... θάρρος να ακούσουν τον ραδιοφωνικό σταθμό ή τέλος πάντων
είχαν κάποιο συγγενή ή γνωστό εκεί μέσα. Είναι γεγονός ότι τις μέρες
της εξέγερσης σημειώθηκαν συγκινητικά περιστατικά λαϊκής συμπαράστασης, όπως
εκφράστηκε με τις προσφορές στους έγκλειστους φοιτητές και την περίθαλψη τους
μετά την είσοδο των τανκς. Αλλά όλα αυτά συμβαίνουν τον έκτο χρόνο που η
οικονομία έχει μπει σε κρίση, η δικτατορία παραπατάει δίνοντας σήματα ότι δεν
μπορεί να κρατήσει για πολύ-ο Χατζηαβάτης κοιτάει ήδη για άλλο αφεντικό- και
δείχνει το αποκρουστικό της πρόσωπο με το μακελειό και τους δεκάδες νεκρούς.
Για όσους δεν έχουν να επιδείξουν καμιά από τις προηγούμενες
«αντιστασιακές» περγαμηνές, υπάρχουν και οι επέτειοι του Πολυτεχνείου: oι πρώτες
μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις λειτουργούν σαν γιγαντιαίες κολυμβήθρες του
Σιλωάμ. Ξαφνικά, η Ελλάδα αποκτά 9 εκατομμύρια αντιστασιακούς. Για τους
δικούς τους λόγους, τα κόμματα της αριστεράς επίσης επενδύουν στην εξέγερση και
η «γενιά του Πολυτεχνείου» αποκτά μυθικές διαστάσεις. Στην πραγματικότητα
πρόκειται για 2-3 χιλιάδες φοιτητές σε όλη την Ελλάδα, που πλαισιώθηκαν την
Παρασκευή 17 Νοέμβρη του 1973 από μερικές δεκάδες χιλιάδες άτομα που
εξεγέρθηκαν.
Το «ιστορικό καθήκον» αυτής της γενιάς ήταν να ρίξει την
χούντα, στόχο στην επίτευξη του οποίου συνέβαλλε με επιτυχία. Αλλά αυτή η
γενιά, δεν κυβέρνησε ποτέ: με την αποκατάσταση της δημοκρατίας για την πορεία
της χώρας αποφασίζουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Τον Νοέμβριο του 1974,
τέσσερις μήνες μετά την πτώση της χούντας, ο Κ. Καραμανλής κερδίζει τις εκλογές
με 54, 37 %. Ούτε ένας από την «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν τον έχει ψηφίσει.
Το ίδιο και στις εκλογές του 1977, στις οποίες η ΝΔ επανεκλέγεται. Το 1981 το
ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με 48%. Μόνο το 5%-10% της «γενιάς του
Πολυτεχνείου», δηλαδή των 3.000 του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, υποστηρίζουν
τότε τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Το 1974 ο Καραμανλής επαναφέρει στις κυβερνήσεις του όλο
το παλιό πολιτικό προσωπικό της ΕΡΕ. Είναι γεγονός ότι το 1981, το σύστημα
εξουσίας του ΠΑΣΟΚ θα πλαισιώσουν στελέχη του φοιτητικού κινήματος, αλλά ως
μικρή μειοψηφία. Ο βασικός κορμός των κυβερνήσεων Παπανδρέου αποτελείται από
πολιτευτές της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου ή στελέχη που ανήκουν ηλικιακά
στις προηγούμενες γενιές από αυτήν του Πολυτεχνείου. Στην οικουμενική κυβέρνηση
του 1990 ο πρωθυπουργός Ξ. Ζολώτας είναι 80 ετών και οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί
που συναποφασίζουν για την πορεία της χώρας πάνω από 70. Που είναι η «γενιά του
Πολυτεχνείου»;
Φαινόμενα διαφθοράς σημειώθηκαν τα επόμενα χρόνια σε
πολιτικούς αυτής της γενιάς, αλλά η συλλογική ενοχοποίηση της «γενιάς του
Πολυτεχνείου» που υποτίθεται ότι ευθύνεται για όλα τα σημερινά κακά της χώρας
εξυπηρετεί πολλαπλές σκοπιμότητες. Πιο εμφανής είναι η ακροδεξιά: μέσω της
γενιάς του Πολυτεχνείου, αμφισβητείται η ίδια η εξέγερση και εξαγνίζεται η
χούντα.
Υπάρχει όμως και μια αφανής σκοπιμότητα
που εξυπηρετεί τον χατζηαβατισμό: οι ίδιες μάζες που είχαν ενσωματωθεί στο
σύστημα εξουσίας της χούντας, έχουν περάσει... αρμονικά στο σύστημα της
μεταπολίτευσης. Κολακεύουν τους ισχυρούς και τους υποστηρίζουν, ανταλλάσσοντας.
όπως ο Χατζηαβάτης στον Καραγκιόζη, την υποταγή με ένα ρουσφέτι ή κάποιο διορισμό, με το
ξεροκόμματο που θα θυμίσει ο Πάγκαλος στο διαβόητο «μαζί τα φάγαμε».
Χωρίς να μπορεί να υπερασπίσει τον
εαυτό της, η ανύπαρκτη άλλωστε, γενιά του Πολυτεχνείου είναι ένας ιδανικός
αποδιοπομπαίος τράγος, μια νέα κολυμβήθρα εξαγνισμού.
Τον ίδιο χατζηαβατισμό παρατηρούμε και σήμερα: είναι όλες
αυτές οι μάζες που φοβούνται το μέλλον, δειλιάζουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια
τους, υπακούουν και στην νέα τηλεοπτική εξουσία -αν δεν συνοδεύουν τα παιδιά
τους στα ριάλιτι- και την βρίσκουν με το κυνήγι του νεκρού στην Αμφίπολη, όπως
διασκέδαζαν με τα κιτς προγονοπληξίας της χούντας στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν ότι η εξουσία τους δουλεύει ψιλό
γαζί, αγνοώντας τον εθνικό διασυρμό μιας χώρας που κυβερνάται με e-mail της
τρόικας. Στην φετινή επέτειο ακούστηκε κατά κόρο ότι το αίτημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία»
είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Είναι αλήθεια, αλλά για να ικανοποιηθεί κάποτε, οι
Έλληνες πρέπει να γίνουν από Χατζηαβάτες συνειδητοί
πολίτες, με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Που θα τηρούν τις τελευταίες και
συγχρόνως θα αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους, χωρίς να υποκλίνονται με
γαλιφιές στην όποια εξουσία ή να περιμένουν τα πάντα από αυτήν.