Της Μαρίας Καραμεσίνη*
Δεν υπάρχει κάτι πιο κραυγαλέα προσχηματικό από την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Κορυφής για την Απασχόληση της περασμένης Τετάρτης στο Μιλάνο, συνολικής διάρκειας τριών (!) ωρών. Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια κλασική πασαρέλα αρχηγών κρατών σε μια παράσταση όπου καμώνονται ότι προβληματίζονται για τους καταλληλότερους τρόπους καταπολέμησης της ανεργίας. Επρόκειτο εν προκειμένω για μια πασαρέλα «ειδικού σκοπού", που δεν ήταν άλλος από τη διευκόλυνση του Ρέντζι αφενός να περάσει την αλλαγή της ιταλικής εργατικής νομοθεσίας ως προς την προστασία των μισθωτών από τις αδικαιολόγητες απολύσεις και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στην ιταλική Γερουσία, αφετέρου να προσχωρήσει στις απαιτήσεις της Μέρκελ ως προς τη δημοσιονομική πολιτική.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τα μόνα καινούργια στοιχεία που προέκυψαν από τη διάσκεψη της περασμένης Τετάρτης είναι δύο. Πρώτον, ο Ρέντζι κατόρθωσε να περάσει από την ιταλική Γερουσία το επίμαχο μέτρο για τις απολύσεις που συγκέντρωνε τα πυρά τόσο των ιταλικών συνδικάτων όσο και της αντιπολίτευσης του κόμματός του. Δεύτερον, ο ίδιος ανακοίνωσε από το βήμα της διάσκεψης ότι ο προϋπολογισμός της χώρας του για το 2015 θα προβλέπει μέτρα που θα περιορίζουν το δημόσιο έλλειμμα στο 2,9% του ΑΕΠ, δηλαδή κάτω από το όριο του 3% που προβλέπει το δημοσιονομικό σύμφωνο. Αμέσως μετά ο Φρανσουά Ολάντ δήλωνε ότι και η Γαλλία «θα τιμήσει τις υποχρεώσεις της», παρεκκλίνοντας από τις ανακοινώσεις της περασμένης εβδομάδας για παράταση μέχρι το 2017 της προθεσμίας επίτευξης από τη χώρα του στόχου 3% για το δημόσιο έλλειμμα.
Κατά τα άλλα η διάσκεψη διαπίστωσε ότι ενώ χρειάζονται περισσότεροι ευρωπαϊκοί πόροι για την καταπολέμηση της ανεργίας -ιδίως αυτής των νέων- καλύτερα να απορροφηθούν πρώτα οι υπάρχοντες και μετά βλέπουμε.
Δύο σημαντικά συμπεράσματα προκύπτουν από αυτήν την κραυγαλέα προσχηματική Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Κορυφής. Πρώτον, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο αποπληθωρισμού και τρίτου υφεσιακού επεισοδίου στην Ευρωζώνη μετά την έναρξη της κρίσης το 2008, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ακόμα και στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, ευθυγραμμίζονται -εκούσες άκουσες- με τη γραμμή της δημοσιονομικής ορθοδοξίας που δεν υποστηρίζει μόνο η Μέρκελ, αλλά αποκρυσταλλώνεται στο δημοσιονομικό σύμφωνο. Δεν είναι τυχαίο που ο αρμόδιος Γάλλος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί δήλωσε πριν λίγες μέρες ότι θα κινήσει την προβλεπόμενη θεσμική διαδικασία συμμόρφωσης, σε περίπτωση που η Γαλλία παραβιάσει το δημοσιονομικό σύμφωνο.
Δεύτερον, όπως οι νεοφιλελεύθεροι, έτσι και οι σοσιαλδημοκράτες θεωρούν τις «ακαμψίες της αγοράς εργασίας», δηλαδή το προστατευτικό πλέγμα εργασιακών δικαιωμάτων των μισθωτών, ως μείζον εμπόδιο στη μείωση του κόστους εργασίας, που και γι' αυτούς αποτελεί βασικό εργαλείο αύξησης της απασχόλησης μαζί με τις επενδύσεις. Ρέντζι και Ολάντ προσβλέπουν λοιπόν το επόμενο διάστημα στο σχέδιο Γιούνκερ για ένα τριετές ευρωπαϊκό πακέτο δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων ύψους 300 δισ. ευρώ, ενώ στο μεσοδιάστημα προχωρούν τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας».
Συνεπώς, οι ρωγμές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που προσδοκούν η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων είναι δύσκολο να αλλάξει προτού η επιδείνωση της συγκυρίας μετατρέψει τους σημερινούς κινδύνους σε πραγματικότητα και καταστήσει εμφανείς στους ευρωπαϊκούς λαούς τις καταστροφικές συνέπειες των σημερινών κυρίαρχων πολιτικών επιλογών.
Πηγή ΑΥΓΗ 14.10.14
* Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο