Του
Τίμου Θεοχάρη
Σημείωση
ΟΙΚΟΝΙΚΗΣ : Τα «σαράντα» του ΠΑΣΟΚ αξίζουν κάθε προβληματισμό και διάλογο, όχι
μόνο λόγω του φόβου του «ΕκΠΑΣΟΚισμού»
του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και λόγω της αναζήτησης εκείνων των αισθημάτων – περισσότερο ή
λιγότερο ειλικρινών – που έζησαν στην καρδιά του κήτους αλλά δεν είχαν την ίδια
τύχη με τον Ιωνά – κοινώς αφομοιώθηκαν…Κατά πως έγραψε κι ο Χριστιανόπουλος : «Τόση
αγάπη, τόση τρυφερότητα- κι όλα καταλήγουν στο νταβά…»
ΘΕΟΧΑΡΗΣ
:
Συνηθίζεται,
σχεδόν κάθε χρόνο, διάφοροι, από διάφορα κίνητρα ορμώμενοι, να επιχειρούν να
καταχωρήσουν δημόσια την άποψή τους για το ΠΑΣΟΚ, ως αντικειμενικό συμπέρασμα
της ιστορίας.
Έργο εκ πρώτης όψεως βολικό,
καθώς ο ιστορικός ηγέτης του δεν βρίσκεται στη ζωή, αλλά και δεν άφησε «
κληρονόμους», που να θέλουν, ή να έχουν και το ανάστημα, να εξηγήσουν και να
υπερασπισθούν αυτό που πραγματικά εσήμανε για την ελληνική πολιτική ζωή η 3η
Σεπτέμβρη του 1974.
Κυκλοφορεί η άποψη, ότι το ΠΑΣΟΚ έγινε για να ενσωματώσει τα αγανακτισμένα από την δικτατορία, την
κρίση του 73 και το έγκλημα κατά της Κύπρου, μεσοστρώματα. Συμπληρώνεται
μάλιστα με μια πιο εξειδικευμένη
κατηγορία, ότι έγινε για να αφοπλίσει και περιθωριοποιήσει την
Αριστερά.
Με
εξαιρετική σιγουριά παλιός συναγωνιστής εβεβαίωνε προ ετών ότι η δική τους
αντίληψη είχε διαγνώσει «από την αρχή» τον πραγματικό ρόλο και την αναπόδραστη
εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ.
Λυπήθηκα να τον ρωτήσω πώς η αντίληψή τους δεν τους είχε οδηγήσει να
διαγνώσουν ταυτόχρονα τα όσα ακολούθησαν στην Κίνα και στη Ρωσία.
Βλέπετε, εκ του αποτελέσματος, μπορεί κανείς να δικαιώσει και τον
Λεωνίδα Κύρκο, που δήλωσε στα γεράματα : «ευτυχώς που χάσαμε…»
Όποιος όμως οφείλει την ελάχιστη σοβαρότητα στον δημόσιο διάλογο, έχει
να απαντήσει στο εξής ερώτημα:
Πώς
ερμηνεύονται δύο αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Α) Ότι η
3η Σεπτέμβρη ακτινοβόλησε για χρόνια και έγινε θέμα μελέτης και
συζήτησης σε ικανό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Τουλάχιστον όσο φαινόταν ότι
την τηρούσε το στελεχιακό δυναμικό του Κινήματος. Πάντοτε δε, ήταν ισχυρό
στοιχείο συσπείρωσης και πηγή επιχειρημάτων για μεγάλη μερίδα μελών και φίλων,
πολύ ευρύτερη από τα λίγα στελέχη που την συνέταξαν.
Β)
Ότι χρόνια μετά την εγκατάλειψή της από τους επαγγελματίες πολιτικούς, οι ίδιες
οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, στην Ελλάδα και παγκόσμια, αναδεικνύουν απόλυτα και θεαματικά αλήθειες,
που μόνο τότε και μόνο οι συγκεκριμένοι αγωνιστές, που πλαισίωσαν τον
αντιδικτατορικό αγώνα, είχαν την τόλμη και την οξυδέρκεια να εκφράσουν και να
επιχειρήσουν να τις υπηρετήσουν.
Συνοψίζοντας. Ανεξάρτητα από τα σχέδια του ιμπεριαλισμού, τις φιλοδοξίες
των διαφόρων παραγόντων, ή την καπατσοσύνη του Ανδρέα Παπανδρέου, οι αντικειμενικές συνθήκες στη χώρα
απαιτούσαν το 1974 μία ριζική τομή.
Η πάλη
που έγινε από τους παράγοντες ποδηγέτησης της πολιτικής μας ζωής, όπως δείχνει
και το κύριο άρθρο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ της 30/8/14,στόχευε ώστε η τομή που
διακήρυξε το ΠΑΣΟΚ με την ίδρυσή του να φθάσει μέχρι την «ισότιμη» συμμετοχή
στη νομή της εξουσίας και του πλούτου. Να μη προχωρήσει δηλαδή η κυριαρχία των
λαϊκών συμφερόντων πέρα από μία συγκατοίκηση.
Αρχικά μεταξύ δύο βιρτουόζων (Πρόεδρος
Καραμανλής-Πρωθυπουργός Παπανδρέου), στη συνέχεια μεταξύ δύο «αξιοπρεπών»
καθεστωτικών (Στεφανόπουλος-Σημίτης).
Αυτό
που απλουστευτικά ονομάζουμε Κρίση, δηλ. η σε παγκόσμια κλίμακα επιθετική
έξαρση του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε βαθμό διαστροφής (με τρομακτικούς
κινδύνους αυτοκαταστροφής), εναντίον των δημόσιων αγαθών, των εργατικών
δικαιωμάτων και των φυσικών πόρων, απειλεί φανερά την οικολογική και διατροφική
ασφάλεια του πλανήτη και αφαιρεί από τα
κράτη που υποτάσσονται ουσιώδεις δυνατότητες επιβίωσης και συναινετικής
μεταρρύθμισης ή προόδου.
Έτσι, η συγκατοίκηση παίρνει τη μορφή
που βλέπουμε στην Ελλάδα του Μνημονιακού Καθεστώτος. Εκφράζεται με ζεύγη
εναλλασσόμενων ρόλων κουκλοθέατρου, σε μία σκηνή, όπου οι πρωταγωνιστικές
μαριονέτες δεν είναι καν εκλεκτοί του λαού, αλλά εξωχώριων παικτών ή
«δανειστών».
Η αξία
και η ακτινοβολία της 3ης Σεπτέμβρη δεν έχει σχέση με τον πρωτογονισμό του συνθήματος «Ανδρέα
ζης, εσύ μας οδηγείς». Αυτό μπορεί να εξυπηρετεί ορισμένους, εθισμένους στη
διαχείριση της κομματικής καμαρίλας και ανίκανους να παράγουν πρωτοβουλίες
ανάπτυξης και μετασχηματισμού. Η προσφορά τους εξαντλείται στην υπερπροβολή
ενός προσώπου (μιάς φήμης μάλλον), επειδή ακριβώς και οι ίδιοι δεν πιστεύουν, ή
δεν κατανοούν, τα προτάγματα της 3ης Σεπτέμβρη. Προτάσσουν ένα νεκρό
σύμβολο, για να μη μπλέξουν με ιδέες, αρχές και σοβαρές δεσμεύσεις.
Ο λαός
της 3ης Σεπτέμβρη έρχεται από μακριά. Οι ανάγκες του, η ιστορική
πορεία, οι ηθικές και αγωνιστικές του εμπειρίες, είναι και ανεξάντλητες, αλλά και ανεκπλήρωτες.
Είναι η παλιά δημοκρατική αριστερά
και η ευρύτερη ιστορική και μαχητική κεντροαριστερά, με βιώματα αντιμοναρχικά,
αντιφασιστικά, αντιαποικιακά.
Είναι
τα νέα εργατικά στρώματα, που προήλθαν από την επιστημονικοτεχνική επανάσταση (προϊόν
και αυτή μακροχρόνιας διεργασίας).
Είναι
το νέο «μικρο- και μεσο- αστικό» προλεταριάτο, που προκύπτει από την επίθεση
του καπιταλισμού-καζίνο και τη ραγδαία εκπτώχευση που προκαλεί η «αποϋλοποίηση»
της οικονομίας (ή μήπως εξαϋλωση;).
Με δύο
λόγια, η πραγματική κεντροαριστερά δεν είναι άλλη από αυτό που ονομάζουμε
κοινωνική αριστερά, με χαρακτηριστικά πατριωτικά και ανθρωπιστικά, από την
οποία αντλούν δυνάμεις όλα τα κόμματα που δείχνουν να διαφοροποιούνται, είτε
ξεκάθαρα αντιτίθενται στο Μνημονιακό Καθεστώς.
Αξίζει
να γίνει μία οργανωμένη συζήτηση για την 3η Σεπτέμβρη –όχι
μνημόσυνο, ούτε παρέλαση ηρώων για χειροκρότημα (αν και κάποιοι το αξίζουν).
Αλλά,
«όσοι ζωντανοί», παρόντες στη σημερινή Ελλάδα, πολίτες του κόσμου, ελεύθεροι
και όρθιοι, που αρνούνται να δεχθούν την παραγραφή των απαράγραπτων δικαιωμάτων
μας, την οποία προωθούν οι παράγοντες
της Νέας Εποχής, έχουν δικαίωμα (=αξίωση
και υποχρέωση) να επιδιώκουν ένα κόσμο δικαιοσύνης, ελευθερίας και ειρήνης,
για κάθε άνθρωπο πάνω στη γή.
Αξίζει
λοιπόν να σκεφθούμε, ακούοντας και τη σκέψη του αείμνηστου Μιχάλη Ράπτη, για
μία «φιλοσοφία του συγκεκριμένου»:
1.Για τον προσανατολισμό. Χρειάζεται η
σωστή διάγνωση, για το ποια λαϊκά στρώματα και
πώς πρέπει να δράσουν. Ποια Αλλαγή χρειάζεται και τί
απάντηση αρμόζει σε όσους μιλούν για «τέλος εποχής» (της Μεταπολίτευσης, των
ιδεολογιών κτλ).
2.Για την ιστορική φάση (συγκυρία). Να
ονοματίσουμε τους πραγματικούς σύγχρονους αντιπάλους και να οργανώσουμε τις
δικές μας δυνάμεις και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
3.Για την ανάγκη βαθιάς αλλαγής. Να
αναδείξουμε τις σκόπιμες και χρήσιμες επιλογές, τους στόχους, που δεν μπορεί να είναι μόνο ο πλούτος και η εξουσία,
αλλά ο κοινωνικός έλεγχός τους, προς χάρη της χώρας και του λαού, ως συνόλου.
Ο
περιορισμός στην στήριξη των αδυνάτων, σε «διεκδικητικά κινήματα», δεν είναι
καν σοσιαλδημοκρατία. Είναι (ή μπορεί να κρύβει) αποδοχή των τετελεσμένων. Της
ανισότητας και της αρπακτικότητας ενός καθεστώτος, που γίνεται όλο και πιο
απάνθρωπο.
4.Για την προοπτική. Πώς μπορεί να
ανοίγει ο δρόμος της μετάβασης, μέσα
από ένα συνεπές Εναλλακτικό Σχέδιο
(εθνικό σχέδιο ανάγκης-ανασυγκρότησης-αυτοδιάθεσης), ώστε να ανήκει η Ελλάδα στους Έλληνες.
Όχι
μόνο με τον τυπικό, συνταγματικό όρο της επίσημα διακηρυγμένης εθνικής κυριαρχίας, αλλά και με τη
δρομολόγηση μιάς ανατροφοδοτούμενης δυναμικής κοινωνικής απελευθέρωσης. Με δυό λόγια ένα σχέδιο Εθνικής και
Κοινωνικής Αυτοδιάθεσης, συνώνυμο της σοσιαλιστικής προοπτικής, με λαϊκή
αυτοδιαχείριση και δημοκρατικό προγραμματισμό.
Τίμος Θεοχάρης
31—8--2014