Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Η στρατηγική του Βλαντίμιρ Πούτιν και η αδυναμία του Ομπάμα

 



Του  Λεωνίδα  Αποσκίτη *

Οι αντιδράσεις του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στις δυτικές βλέψεις για την Ουκρανία, όπως και στην ισραηλινή πολιτική εξουδετέρωσης του καθεστώτος της Συρίας, έχουν ευρέως χαρακτηρισθεί ως η αρχή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Στην πραγματικότητα, όμως, η Ρωσία δεν έχει την πρόθεση ούτε την δυνατότητα να αμφισβητήσει το σύνολο της ευρωπαϊκής τάξης, ούτε βέβαια να πυροδοτήσει ένα παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα.
Οι υποστηρικτές του σιωνιστικού μιλιταρισμού στις ΗΠΑ, μασκαρεμένοι σε Αμερικανούς θεωρητικούς, προώθησαν και στήριξαν για χρόνια την επιθετικότητα της εξωτερικής πολιτικής των αμερικανικών κυβερνήσεων, ιδίως των νεοσυντηρητικών του Μπους.
Σήμερα ανησυχούν για τις «στρατηγικές αυταπάτες» του Ομπάμα και το πιο ανησυχητικό είναι ότι ενισχύουν τις ισραηλινές αυταπάτες για πρώτο χτύπημα κατά του Ιράν, που μπορεί να αποτολμήσει μόνο του το Τελ Αβίβ.

Η παρακάτω ανάλυση του Michael Doran, συνεργάτη του Κέντρου Saban για την Πολιτική στην Μέση Ανατολή (Brookings Institution) και πρώην διευθυντή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην κυβέρνηση του Τζωρτζ Μπους, αντικατοπτρίζει αυτές τις διαθέσεις των neocons και του φιλο-ισραηλινού λόμπυ στις ΗΠΑ απέναντι στις «ρεβανσιστικές φιλοδοξίες», όπως τις χαρακτηρίζουν, της Ρωσίας:

«Δεν είναι μόνο η Ουκρανία. Τι μας λένε οι κινήσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ανατολική Ευρώπη για το πώς βλέπει την Μέση Ανατολή.
Η προεξάρχουσα προσπάθεια του Ομπάμα να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, είχε τις ρίζες της στην πεποίθηση ότι η κύρια αιτία του ρωσο-αμερικανικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή πηγάζει από τον πόλεμο της προηγούμενης κυβέρνησης Μπους κατά της τρομοκρατίας, ο οποίος θεωρήθηκε από τον Ρώσο ηγέτη ως πρόσχημα για τον έλεγχο της παγκόσμιας εξουσίας.
Ο Λευκός Οίκος του Ομπάμα θεώρησε την αποξένωση του Πούτιν ως στρατηγικό σφάλμα, που στερούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες από έναν δυνητικά πολύτιμο συνεργάτη. Ο Πούτιν, ανεξάρτητα από τα ελαττώματά του, είναι ρεαλιστής: κάποιος με τον οποίον μπορείς να κάνεις συμφωνία σε διάφορες καταστάσεις, όπως στην Μέση Ανατολή, όπου η Ρωσία και η Αμερική έχουν πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Μόλις ο Πούτιν κατανοήσει πλήρως τους Αμερικανούς, με τον τερματισμό των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο ρωσικός φόβος περί αμερικανικής επιθετικότητας θα διαλυθεί και θα ανθίσει η ρωσο- αμερικανική συνεργασία.
Δυστυχώς, η πρόσβαση στον Πούτιν αποδείχθηκε δυσκολότερη και καθυστέρησε περισσότερο από το αναμενόμενο, παρ’ όλο που έγιναν προσπάθειες. Είναι γνωστό ότι, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής προεδρικής εκστρατείας του 2012, ένα ανοικτό μικρόφωνο έπιασε μια συνομιλία του Ομπάμα. «Αυτή είναι η τελευταία εκλογή μου. Μετά την εκλογή μου θα έχω περισσότερη ευελιξία», είπε στον τότε Ρώσο Πρόεδρο Ντιμίτρι Μεντβέντεφ. «Καταλαβαίνω», του απάντησε ο Μεντβέντεφ. «Θα το διαβιβάσω στον Βλαντίμιρ».
Τελικά, ο Πούτιν φάνηκε ότι έπιασε το νόημα. Όταν ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έκανε τον περασμένο Σεπτέμβριο την προσφορά για την καταστροφή των χημικών όπλων της Συρίας, ο Ομπάμα θεώρησε την κίνηση αυτή σημαντική, ακριβώς το είδος της αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας που προοριζόταν να δημιουργήσει η αποκατάσταση των σχέσεων με την Ρωσία. Σύντομα, η από κοινού συνεργασία στο πρόβλημα των χημικών όπλων, των υπουργών Εξωτερικών Κέρι και Λαβρόφ οδήγησε επίσης στην Γενεύη II, μια συνδιάσκεψη ειρήνης που αποσκοπούσε στην εξεύρεση διπλωματικής λύσης στον συριακό εμφύλιο πόλεμο.
Στη νέα εποχή που ανατέλλει, η Συρία θεωρήθηκε από τον Λευκό Οίκο ως πρότυπο για τη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, που, αν επιτύχει, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλα προβλήματα της περιοχής, όπως το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, που είναι η μεγαλύτερη πρόκληση απ’ όλες. Στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Ομπάμα ήταν πρόθυμος να υπερασπιστεί τη φιλία του με τον Πούτιν με αυτούς ακριβώς τους όρους. «Ας θυμηθούμε ότι αυτή δεν είναι μια προσπάθεια μηδενικού αθροίσματος», υπενθύμισε τους επικριτές του. «Δεν βρισκόμαστε πια στον ψυχρό πόλεμο».


Σήμερα, μόλις μερικούς μήνες αργότερα, το νέο μοντέλο καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Η γενεσιουργός αιτία είναι η κρίση της Ουκρανίας. Στις 19 Μαρτίου, ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Ρυάμπκοφ προειδοποίησε ότι αν η Δύση επιβάλει κυρώσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας, η Ρωσία θα ανταποδώσει με πολύ μεγαλύτερο τίμημα: θα στηρίξει το Ιράν στις πυρηνικές συνομιλίες.
Ακόμη και πριν διατυπώσει αυτή την απειλή ο Ρυάμπκοφ, υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι το Κρεμλίνο ποτέ δεν υποστήριξε πραγματικά το νέο μοντέλο συνεργασίας στην Μέση Ανατολή. Οι Κέρι και Λαβρόφ πράγματι συγκαλέσαν την Γενεύη II τον Ιανουάριο, αλλά η συνδιάσκεψη κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία χάρη στην αδιαλλαξία του Άσαντ, ο οποίος εν τέλει είναι πελάτης της Ρωσίας. Λίγο αργότερα, ο Κέρι κατηγόρησε ανοιχτά τη Ρωσία για τη συριακή καταστροφή. «Η Ρωσία πρέπει να αποτελέσει μέρος της λύσης», παραπονέθηκε, «μη συνεισφέροντας τόσο πολλά όπλα και τόσο μεγάλη βοήθεια που πραγματικά επιτρέπουν στον Άσαντ να παραμένει αμετανόητος».
Στη Μέση Ανατολή, όπως και στην Ανατολική Ευρώπη, συνεπώς, η επαναφορά των σχέσεων μοιάζει όλο και πιο χρεωκοπημένη. Δεδομένου ότι βασιζόταν σε δύο σημαντικά λάθη, αυτό ήταν αναμενόμενο.
Το πρώτο σφάλμα της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν η αδυναμία να εκτιμήσει την αντίληψη «είτε-είτε» του Πούτιν για την πολιτική, μια άποψη που εκφράστηκε επιγραμματικά στην περίφημη διατύπωση του Λένιν: «ποιος-ποιον»; Ποιος θα κυριαρχήσει σε ποιον; Κατά την άποψη του Πούτιν, όλοι οι συμβιβασμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι τακτικοί ελιγμοί σε μια προσπάθεια - άλλοτε εμφανή, άλλοτε συγκαλυμμένη - για να έχει το «πάνω χέρι».
Στις παλιές κακές ημέρες του ψυχρού πολέμου, οι απροκάλυπτα εχθρικές προθέσεις του Κρεμλίνου ήταν δύσκολο να παρερμηνευθούν (αν και, ακόμη και τότε, ορισμένοι Αμερικανοί ηγέτες προσπαθούσαν να τους παρερμηνεύσουν). Σήμερα, τα κίνητρα της Ρωσίας είναι πιο περίπλοκα: είναι ένα μοναδικό μείγμα μεγάλου ρωσικού εθνικισμού, νεόπλουτου καπιταλισμού και αυταρχικής ιδιοτροπίας. Έτσι είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την συμπεριφορά του Κρεμλίνου. Τις 364 ημέρες του έτους, μια συμφωνία μεταξύ ενός Δυτικού πελάτη και της Gazprom, του μεγαλύτερου προμηθευτή φυσικού αερίου της Ρωσίας, λειτουργεί σαν μια συνηθισμένη εμπορική συναλλαγή. Την 365η ημέρα, για να δώσει στον παραλήπτη ένα μάθημα για το ποιος έχει πραγματικά τον έλεγχο, ο Πούτιν μπορεί να μειώσει την ροή του αερίου.
Στο απρόβλεπτο έρχεται να προστεθεί και η ευμετάβλητη προσωπικότητα του Πούτιν. Ως πρώην πράκτορας της KGB και κάτοχος μαύρης ζώνης στο Σάμπο, το ρωσικό τζούντο, ο Πούτιν είναι αναμφισβήτητα έμπειρος στην παραπλανητική κίνηση που μετατρέπει μια συνηθισμένη χειραψία σε επικίνδυνη λαβή και ίσως και κεφαλοκλείδωμα του αντιπάλου.
Οι Δυτικοί πολιτικοί υπέθεσαν ότι εμπλέκοντας τον Πούτιν σε έναν ιστό διπλωματικών και οικονομικών συμφωνιών, θα καλλιεργούσαν στη Μόσχα την αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου, που θα μπορούσε να κάνει πιο μετριοπαθή την ρωσική συμπεριφορά. Όπως αποδεικνύει η κρίση στην Ουκρανία, ο ιστός δημιούργησε πράγματι αμοιβαίες εξαρτήσεις. Όμως η κρίση αυτή αποκαλύπτει επίσης ότι οι δύο πλευρές δεν προσεγγίζουν την αλληλεξάρτηση μέσα σε πνεύμα αμοιβαιότητας. Όταν δίνει τα χέρια για μια συμφωνία, ο Πούτιν πάντα μπορεί και εκτιμά αν βρίσκεται σε θέση να «ρίξει» γρήγορα τον συνεταίρο του.
Η προσέγγιση «Σάμπο» στη διπλωματία είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την Μέση Ανατολή, όπου οι διεθνείς σχέσεις, τις περισσότερες φορές είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όπου κυριαρχούν βίαιοι άνθρωποι με όπλα. Αυτό είναι το συνήθειο του Πούτιν· ως πρωθυπουργός το 1999, υποστήριξε τη στρατιωτική χρήση των ρωσικών βαλλιστικών πυραύλων εναντίον αμάχων στο Γκρόζνι.
Η έλλειψη προσοχής στο απόλυτο ταίριασμα της νοοτροπίας του Πούτιν και της πραγματικότητας της Μέσης Ανατολής αποτελεί το δεύτερο σφάλμα της αμερικανικής κυβέρνησης στην επαναφορά των ρωσικών σχέσεων.
Όσον αφορά τις πολιτικές τάσεις, το πιο σημαντικό γεγονός στην σημερινή Μέση Ανατολή είναι ο συριακός εμφύλιος πόλεμος. Το ότι η σύγκρουση είναι βάρβαρη το καταλαβαίνει αμέσως κανείς από ένα σύνθημα των φιλο-Άσαντ δυνάμεων, γραμμένο σε κτίρια σε όλες τις μεγάλες πόλεις: «Άσαντ, ή καμμένη γη». Αυτή η απαίτηση έχει χωρίσει ολόκληρη την περιοχή σε δύο ομάδες. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι σύμμαχοι της Αμερικής: οι Σαουδάραβες, οι Τούρκοι και άλλες σουνιτικές χώρες, που συμφωνούν ότι, όπως και νάχει, ο Άσαντ πρέπει να φύγει. Από την άλλη πλευρά, οι Ιρανοί, μαζί με την Χεζμπολάχ, έχουν παραταχθεί στο πλευρό του Άσαντ, τον συνεργάτη τους στην λεγόμενη Συμμαχία της Αντίστασης (Resistance Alliance).
Για τον Πούτιν, η Συρία έθεσε δύο βασικά ερωτήματα, καθένα τους μια παραλλαγή του «ποιος-ποιον»: (1), ποιος θα κυριαρχήσει στο εσωτερικό της Συρίας; (2), ποιος θα κυριαρχήσει στην περιοχή ευρύτερα. Ο υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ ήταν αυτός που πριν από δύο χρόνια, σε ένα σπάνιο ολίσθημα της γλώσσας, εξήγησε με τον καλύτερο τρόπο πώς ο Πούτιν είδε αυτά τα ερωτήματα: «εάν το σημερινό συριακό καθεστώς καταρρεύσει, ορισμένες χώρες στην περιοχή θα θέλουν να επιβάλουν τον σουνιτικό νόμο στη Συρία». Δηλαδή, το Κρεμλίνο βλέπει τον εαυτό του ως την μεγάλη δύναμη-προστάτη όχι μόνο του καθεστώτος Άσαντ, αλλά και του Ιράν και της Χεζμπολάχ -του συνόλου της Resistance Alliance. Η απροκάλυπτη προτίμηση της Μόσχας υπέρ των σιιτών δεν έτυχε της ανάλογης προσοχής από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρ’ όλο που προκάλεσε οργή στον σουνιτικό αραβικό κόσμο, με αποτέλεσμα ένας εξέχων Σαουδάραβας σχολιαστής να αποκαλέσει τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών «μουλά Λαβρόφ».
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η θέση του Πούτιν ήταν απολύτως συμβατή με έναν από τους πιο θεμελιώδεις κανόνες της στρατηγικής, που εξέφρασε καλύτερα ο Μακιαβέλι: «Ένας πρίγκιπας χαίρει… εκτίμησης όταν είναι αληθινός φίλος και αληθινός εχθρός, δηλαδή, όταν χωρίς κανένα δισταγμό αποκαλύπτει τον εαυτό του για να στηρίξει κάποιον έναντι κάποιου άλλου». Στην Μέση Ανατολή, είναι αναπόφευκτη η λογική του Μακιαβέλι και αυτό ο Πούτιν το καταλαβαίνει διαισθητικά. Όχι τόσο ο Ομπάμα, ο οποίος έπεισε τον εαυτό του ότι μπορεί να βλέπει από πάνω το αποφασιστικό παιχνίδι που παίζεται στο έδαφος, ενώ εξακολουθεί να παραμένει ένας ισχυρός παίκτης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επικρίνουν σκληρά τον Άσαντ και λένε ότι συμφωνούν με την αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα παίζουν διπλωματικά σε όλα τα ταμπλώ. Η συστηματική διάβρωση των σουνιτών τζιχαντιστών που πολεμούν το καθεστώς του Άσαντ βολεύει τους Ρώσους και Ιρανούς προστάτες του Άσαντ. Όταν οι σουνίτες σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών συγκρίνουν τη σύγχυση της αμερικανικής πολιτικής με τη σαφήνεια της ρωσικής στρατηγικής, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που απελπίζονται.
Το σίγουρο είναι ότι ο Πούτιν θα προσυπογράψει ευχαρίστως πρωτοβουλίες όπως η Γενεύη II. Αλλά θα επιμείνει να τις κατευθύνει έτσι ώστε, ανεξάρτητα από τις δεδηλωμένες προθέσεις τους, να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πελατών του. Το αν η κυβέρνηση Ομπάμα δεν έχει ακόμη δεχθεί ή προσαρμοσθεί σε αυτή την πραγματικότητα, οφείλεται εν μέρει στο ότι οι ​​Ρώσοι δεν «φωνάζουν» ότι είναι η μεγάλη δύναμη-προστάτης του Ιράν, της Συρίας της Χεζμπολάχ. Ούτε ο Πούτιν στηρίζει την Τεχεράνη και την Δαμασκό χωρίς όρους, όπως η Σοβιετική Ένωση υποστήριζε τους πελάτες της κατά τον ψυχρό πόλεμο .
Είναι συνεπώς πιο σωστό να πούμε ότι η Ρωσία βρίσκεται σε ευθυγράμμιση και όχι σε συμμαχία με το Ιράν και την Συρία. Ανάλογα με τις πιεστικές προτεραιότητες και τις αντιξοότητες της παγκόσμιας πολιτικής, ο Πούτιν θα ακολουθήσει αυτή την τακτική σήμερα και την άλλη αύριο. Τελικά, όμως, οι Ρώσοι δεν θα ξεπουλήσουν ποτέ την Τεχεράνη και την Δαμασκό, προκειμένου να κερδίσουν φιλοφρονήσεις από την Ουάσιγκτον· αν αναγκαστούν να επιλέξουν, θα στρατευθούν πάντα με τους πρώτους απέναντι στην τελευταία και δεν θα τους αφήσουν καμμία αμφιβολία ότι η Ρωσία είναι η πιο αξιόπιστη φίλη τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτό το γεγονός είναι που καθιστά την Ρωσία μια ρεβανσιστική δύναμη στην Μέση Ανατολή και μόνιμη αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τι γίνεται, λοιπόν, με το ιρανικό πυρηνικό ζήτημα; Δεν έχει ζητήσει επανειλημμένως η Ρωσία από το Ιράν να σταματήσει την διαδικασία απόκτησης πυρηνικών όπλων; Δεν έχει ψηφίσει υπέρ έξι ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά της Τεχεράνης; Δεν έχει υπογράψει για τις οικονομικές κυρώσεις; Σίγουρα όλες αυτές οι πράξεις της στηρίζουν τον ισχυρισμό της κυβέρνησης Ομπάμα ότι η Ρωσία, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι ένας πολύτιμος συνεργάτης.
Πράγματι , ο Πούτιν έχει σταθερά στηρίξει ορισμένες δράσεις με σκοπό να αποφευχθεί η ιρανική βόμβα. Σε έναν ιδανικό κόσμο, σίγουρα θα προτιμούσε ένα Ιράν χωρίς τέτοια όπλα. Αλλά έχει κι ένα ιστορικό κατασκευής του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και παροχής βοηθείας για ασφάλεια προς τον ιρανικό στρατό. Όποιες και αν είναι οι προτιμήσεις του σε έναν ιδανικό κόσμο, στο εδώ και τώρα δεν τον απασχολεί τόσο το να σταματήσει το Ιράν από του να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, όσο να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερη δύναμη και επιρροή για τη Ρωσία.
Το πώς λειτουργεί αυτό το κυνικό παιχνίδι αποκαλύφθηκε με την απειλή του υφυπουργού Εξωτερικών Ρυάμπκοφ, που αναφέρθηκε παραπάνω. Ο Ομπάμα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό δίλημμα. Εάν, από τη μία πλευρά, ο Αμερικανός πρόεδρος συναινέσει απλώς στο παιχνίδι εξουσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, θα ενθαρρύνει όχι μόνο τη Ρωσία, αλλά και το Ιράν, τη Συρία και την Χεζμπολάχ, αποδεικνύοντας ότι, ακριβώς όπως στη Συρία, υποχωρεί όταν αμφισβητηθεί. Εάν, από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ηγηθεί μιας ισχυρής Δυτικής απάντησης, θα μπορούσε να προκαλέσει τα απειλούμενα ρωσικά αντίμετρα για την αυξημένη στήριξη στο Ιράν.
Όποια πορεία και να ακολουθήσει ο Ομπάμα, η ουκρανική κρίση έχει πλήξει το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή. Οι Άραβες φίλοι της Αμερικής στην περιοχή, οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή κατά του Ιράν, της Συρίας και της Χεζμπολάχ, ήδη αισθάνονται ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το πώς πρέπει να αντιδράσουν. Σε αντίθεση με την Resistance Alliance, δεν είναι συνηθισμένοι να δημιουργούν συνεργασίες από μόνοι τους. Σύμφωνα με την περιβόητη φράση του Καρλ Μαρξ για τους αγρότες, οι Άραβες σύμμαχοι της Αμερικής είναι σαν τις πατάτες. Όταν η ηγεσία των ΗΠΑ παρέχει το πλαίσιο, παίρνουν μια ενιαία μορφή και αποκτούν μεγάλο βάρος. Όταν το πλαίσιο δεν υπάρχει, γίνονται ένα σκόρπιο συνονθύλευμα μικρών, απομονωμένων μονάδων.
Ο σύμμαχος που αισθάνεται πιο άμεσα αυτές τις επιπτώσεις είναι το Ισραήλ. Στις 17 Μαρτίου, ο Υπουργός Άμυνας Moshe Yaalon περιέγραψε, με ασυνήθιστη ευθύτητα, τις συνέπειες αυτού που αποκάλεσε «διστακτιτότητα» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η αδυναμία της κυβέρνησης Ομπάμα, υποστήριξε, υπονομεύει τη θέση όχι μόνο του Ισραήλ αλλά και των σουνιτών συμμάχων της Αμερικής. «Το στρατόπεδο των μετριοπαθών Σουνιτών στην περιοχή περίμενε τις Ηνωμένες Πολιτείες να το υποστηρίξει και να είναι σταθερά δίπλα του, όπως η υποστήριξη της Ρωσίας στον σιιτικό άξονα», κατέληξε με ανησυχία ο Yaalon.
Ο Yaalon μίλησε εξίσου απελπισμένα για την ικανότητα του Ομπάμα να τηρήσει την υπόσχεσή του, ότι θα εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. «Σε κάποια φάση», παρατήρησε, «οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν διαπραγματεύσεις με αυτούς και, δυστυχώς, όταν διαπραγματεύεσαι σε περσικό παζάρι, οι Ιρανοί είναι καλύτεροι». Σχετικά με το θέμα του Ιράν, ο Yaalon κατέληξε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα, «πρέπει να φερθούμε σαν να μην έχουμε κανέναν άλλον να μας προσέξει παρά μόνο τον εαυτό μας».
Το αν το Ισραήλ έχει πράγματι την πολιτική βούληση και την στρατιωτική ικανότητα να ξεκινήσει μόνο του επίθεση κατά του Ιράν είναι προς το παρόν εικασία. Αλλά δύο γεγονότα είναι αναμφισβήτητα. Πρώτον, η ισχυρή εξωτερική πολιτική του Πούτιν και η άτολμη αντίδραση της Ουάσιγκτον έχουν αυξήσει την πίεση στο Ισραήλ για να επιτεθεί μόνο του. Δεύτερον, ο Ομπάμα έχει χάσει την επιρροή του στους Ισραηλινούς - ακριβώς όπως έχασε την επιρροή του στους Άραβες συμμάχους του, όταν αρνήθηκε να τους στηρίξει στην Συρία.
Ακυβέρνητη στη γη του κανενός του Μακιαβέλι, χωρίς ούτε έναν πραγματικό φίλο, ούτε έναν πραγματικό εχθρό, η Ουάσιγκτον έχει μείνει με τα χειρότερα και των δύο κόσμων, αντιμετωπιζόμενη από τους αντιπάλους της με περιφρόνηση, κατηγορούμενη από τους φίλους της για εγκατάλειψη και προδοσία. Ο Ομπάμα μπορεί νάχει δίκιο όταν δεν μιλάει για έναν νέο ψυχρό πόλεμο, αλλά είναι στρατηγική αυταπάτη να υποθέτει ότι η χειραψία με τον Πούτιν ήταν προσφορά συνεργασίας. Αντίθετα, ήταν η πρώτη κίνηση για ένα νέο τρόπο παγκόσμιου ανταγωνισμού, με τον οποίον, στην Μέση Ανατολή, η Ρωσία και οι «πελάτες» της κερδίζουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τα τεράστια φυσικά πλεονεκτήματά τους, χάνουν.





*[Πηγή: Hellenic Nexus τ.85, Μάϊος 2014