Του
ΑΛΕΚΟΥ ΑΛΑΒΑΝΟΥ*
Η «Εφημερίδα των
Συντακτών» ζήτησε ευγενικά τη γνώμη μου για το θέμα «Αριστερά
και Ευρώπη». Δύσκολο το ερώτημα. Κυρίως, γιατί σε ιστορικές
εποχές μετάβασης με ανεξιχνίαστη έκβαση, οι συμβατικές έννοιες
των όρων που χρησιμοποιούμε ανατρέπονται και εξελίσσεται μια
εντελώς διαφορετική νοηματοδότηση. Αυτό ισχύει και για την
«Ευρώπη», αλλά αυτή τουλάχιστον έχει κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό. Ισχύει
πολύ περισσότερο για την «Αριστερά». Τρείς παρατηρήσεις λοιπόν:
Πρώτον, σε μια εποχή κρίσης και μετάβασης η
Αριστερά δεν είναι δεδομένη με βάση το παρελθόν, είναι ζητούμενο με
βάση της παρούσες και μελλοντικές ανάγκες του κόσμου της εργασίας. Η προέλευση και το γενεόγραμμα δεν εγγυώνται την
ταυτότητα για την Αριστερά. Μέσα στην κρίση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το
μεγαλύτερο κόμμα της Δευτέρας Διεθνούς έγινε δήμιος των
επαναστατών Σπαρτακιστών και μέσα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας
ξεπήδησαν ο Μουσολίνι και οι φασίστες του.
Διεργασίες αυτού
του είδους τις βλέπουμε σε μικρογραφία επίσης σήμερα, για παράδειγμα στη χώρα
μας. Ένα μεγάλο
ρεύμα προερχόμενο από τις αντιλήψεις του ευρωκομμουνισμού προσχώρησε σε
κυβερνητική συμμαχία με τη Δεξιά, με βάση τις πολιτικές της τρόικας που
αποδοκίμαζαν όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις αριστερής προέλευσης. Δεν είναι εύκολο
να υπάρξει μια ευρύτερη συμφωνία για τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για μια
Αριστερά της εξόδου από την κρίση. Είναι όμως πολύ πιο εύκολο να έχουμε κοινές
απόψεις για τι ΔΕΝ μπορεί
να ανήκει σε μια τέτοια Αριστερά: Η ενσωμάτωση στο σχέδιο του εχθρού. Η
ανεντιμότητα και η ανειλικρίνεια και η υιοθεσία των κωδικών του συστήματος. Η
διαρκής ταλάντευση και πολυγλωσσία. Ο καιροσκοπισμός. Η συμμετοχή στις
ιδεολογικές επιθέσεις τρόμου του αντιπάλου. Η προγραμματική και στρατηγική
ένδεια.
Δεύτερον, το «σχέδιο Β» απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι
κομβικό για τη δράση της Αριστεράς. Δεν μπορεί κανείς να περιορίζεται
σε εισαγγελικές κορόνες – κανείς εξάλλου δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε
υβρεολόγιο τους ναζιστές. Δεν μπορεί να περιορίζεται στην απαγγελία
ενός γενικού και αφηρημένου ιδεολογικού πιστεύω απέναντι στις επείγουσες και
σύνθετες προκλήσεις της ζωής.
Δεν μπορεί να κινείται στο γήπεδο του αντιπάλου, με
νομιμοφροσύνη στα πλαίσια του συστήματος. Αυτή τη φορά σε μια σειρά ευρωπαϊκές
χώρες παρουσιάζεται η δυνατότητα λαϊκής στήριξης σε ένα προωθημένο εναλλακτικό
πρόγραμμα, δυνατότητα που κατά καιρούς έχει εμφανιστεί σε μεμονωμένες χώρες, τη
δεκαετία του ’70 στην Πορτογαλία, του ’80 στη Γαλλία και την Ελλάδα , του ’90
στην Ιταλία, και παντού στέφθηκε με αποτυχία.
Ευρωπαϊκές
χώρες έχουν δυνατότητες και προκλήσεις να σπάσουν τη νεοφιλελεύθερη
μονοκαλλιέργεια, ανάλογες με
αυτές που έχουν παρουσιαστεί και αξιοποιηθεί από επαναστατικές δυνάμεις στη
Λατινική Αμερική τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για αναζήτηση λύσης σε
μια περίπλοκη εξίσωση που απαιτεί ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών, μέσα
όμως σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό πλαίσιο. Αυτό απαιτεί συγκρουσιακή
ορμή, κουράγιο, επινοητικότητα, πνεύμα καινοτομία απέναντι σε εντελώς
πρωτότυπους γρίφους.
Χωρίς ένα τέτοιο
πρόγραμμα το εργατικό κίνημα θα παγώσει, οι κοινωνίες θα βυθίζονται στη σύγχυση
και στη μοιρολατρία. Το λέει πολύ καλά ο Άλεν Μπαντιού σε μια
ομιλία του ειδικά για την Ελλάδα, αναδημοσιευμένη στο sxedio-b.gr. «Κάθε
πολιτική είναι οργανωμένη έκφραση αυτού που βεβαιώνει και προτείνει και όχι
αυτού που αρνείται και απορρίπτει. Η πολιτική είναι μια ενεργή και
οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη και μια δράση που δείχνει τις μη ορατές
δυνατότητες».
Τρίτον, υπάρχει φοβερή ασυμμετρία και ποικιλία εθνικών
ιδιαιτεροτήτων στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο που ακόμα και σε μια τόσο
γενικευμένη κρίση είναι εντελώς σποραδικές και καχεκτικές οι υπερεθνικές
εργατικές δράσεις. Αν η επανάσταση γινόταν με τη μέθοδο του λυχναριού
του Αλαντίν κι ερχόταν το τζίνι να εκπληρώσει την οποιαδήποτε επιθυμία μας, θα
ήταν απόλυτα ανόητο να ζητήσουμε «αλλαγή στην Ελλάδα» αντί για «αλλαγή σε
ολόκληρη την Ευρώπη». Η «ενότητα των λαών του Νότου» ή «η εργατική
τάξη όλης της Ευρώπης» ως στόχοι είναι άγιοι. Ως δικαιολογία για απραξία είναι
φυγομαχία. Ας κατανοήσουμε, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, τη σημασία του
«αδύναμου κρίκου».
Για την Αριστερά
μια ανατροπή σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να είναι ένα πολιτικός αυτισμός, σε
μια εποχή με πλανητικούς ορίζοντες. Είναι μια πράξη που εμπεριέχει εκρηκτικό
δυναμικό για όλη την Ευρώπη. Για να αναρτηθεί η σημαία της επανάστασης
στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη Φρκαφούρτη, πρέπει προηγουμένως να έχει
υψωθεί στην Τράπεζα της Ελλάδας, της Πορτογαλλίας,
της Ιταλίας. Έτσι όπως γίνονται οι πόλεμοι.
Ακόμα και η
–προσωρινή – έκδοση εθνικού νομίσματος χρειάζεται να έχει
χαρακτηριστικά , στο όνομα, στις παραστάσεις στα χαρτονομίσματα, στις
διακηρύξεις που το συνοδεύουν, μιας πρόκλησης και πρόσκλησης προς μια νέα
ευρωπαϊκή νομισματική συνεργασία, στηριγμένη στο αμοιβαίο όφελος, την
αλληλεγγύη. Τη διεθνή δυναμική μιας εθνικής ανταρσίας δεν τολμούν να
αντικρίσουν οι περισσότερες δυνάμεις αριστερής προέλευσης. Φοβούνται. Γι’ αυτό
την υποτιμούν και τη διαβάλλουν. Την έχει κατανοήσει όμως πλήρως το πολύ πιο
οξυδερκές καπιταλιστικό κέντρο της Ευρώπης. Η έννοια που τους φέρνει
πανικό είναι η «contagion», «μόλυνση», «μετάδοση» , με τη δική μας ορολογία
«διεθνής επανάσταση». Η μεγαλύτερη πρόκληση για την εκκίνηση των
μετασχηματισμών στην Ευρώπη πέφτει στη δική μας πατρίδα, λόγω της ακρότητας της
κρίσης, της μεγαλύτερης ύφεσης ποτέ και παντού σε αναπτυγμένο κράτος σε καιρό
ειρήνης κατά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Αισθάνομαι πάντα
συγκίνηση , χωρίς καμία ενοχή για εθνικιστικούς πειρασμούς αφού οι στίχοι είναι
Γερμανού, όταν ακούω το Gunter Grass να απαγγέλλει το ποίημα «Europas Schande»,
«Η Ντροπή της Ευρώπης». «Geistlos verkummern wist Du ohne das
Land,/ dessen Geist Dich, Europa, erdachte» - «Στερημένη από πνεύμα,
Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη χώρα,/ που το πνεύμα της, Εσένα Ευρώπη εδημιούργησε»,
σύμφωνα με την εξαιρετική μετάφραση της Πατρίτσιας Αδαμοπούλου. Ναι,
ναι, ναι, μπορούμε εμείς, οι Έλληνες, οι απόκληροι και αποκλεισμέμοι, ακόμη μια
φορά να δώσουμε σάρκα και πνοή στο όραμα για μια Ευρώπη της ελευθερίας,
της ισότητας, της αδελφοσύνης.
*Δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» το Σάββατο 21
Δεκεμβρίου 201