Του Κώστα
Λαπαβίτσα
(Καθημερινή,
17.11.2013)
Πρόλογος της
Οικονικής : Για πολλούς οικονομολόγους
όπως και για τον Κ. Λαπαβίτσα, φαίνεται να υπάρχουν μόνο δυο τομείς οικονομικού ενδιαφέροντος – ο
ιδιωτικός και ο δημόσιος. Έτσι όμως παραγνωρίζουν την ύπαρξη ενός
τρίτου τομέα που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες ευρείας χρήσης, μη
συμπεριλαμβανόμενες μεν στο ΑΕΠ αλλά όχι
και επουσιώδεις : Ενός τομέα που
καταναλώνει συνήθως «ελεύθερο χρόνο» εργαζομένων και ανέργων και που θα
μπορούσε να στηρίξει μια ακόμη
μεγαλύτερη «παράλληλη οικονομία» με
εθελοντισμό, συνεργατικές δράσεις, ευρηματικότητα και δημιουργικότητα. Όσον
αφορά τώρα την «ανάπτυξη» στην οποία
αναφέρονται συνήθως οι
οικονομολόγοι (δες λ.χ τα του Γεράσιμου
Αρσένη http://oikonikipragmatikotita.blogspot.gr/2013/11/blog-post_3608.html
) είναι δυνατόν να έχει χαρακτηριστικά συνετής
χρήσης των φυσικών πόρων , ποιότητας
ζωής, εξοικονόμησης ενέργειας και ανθρώπινου χρόνου - εκτός από μια φιλική σχέση με το περιβάλλον…
Όμως οι οικονομολόγοι συνεχίζουν να
μιλάνε για «ανάπτυξη» σαν να μιλάνε για ένα πράγμα ενιαίο,
αδιαφοροποίητο, αδιαφιλονίκητο ως νόημα,
θετικό ούτως ή άλλως για την ανθρώπινη ευημερία…..
Το κείμενο του Λαπαβίτσα
Τα μνημόνια που υπέγραψε η Ελλάδα περιλαμβάνουν και
σχέδιο ανάπτυξης. Η μια του πλευρά είναι η δημοσιονομική σταθεροποίηση, με
περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση της φορολογίας. Ο στόχος είναι να
δημιουργηθεί μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να αποπληρώνεται το χρέος. Η
άλλη είναι οι αναπτυξιακές ‘μεταρρυθμίσεις’, με συντριβή των μισθών, ιδιωτικοποιήσεις
και απελευθέρωση των αγορών. Η λογική είναι να μειωθεί το κόστος της εργασίας
και να συρρικνωθεί το αναποτελεσματικό κράτος, ώστε να γίνει ο ιδιωτικός τομέας
ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Ο συνδυασμός αποδείχθηκε καταστροφικός, όπως είχαν
προβλέψει όσοι παρακολουθούν το ΔΝΤ στις αναπτυσσόμενες χώρες
. Το κυνήγι του
πρωτογενούς πλεονάσματος δημιούργησε ύφεση, που στην περίπτωση της χώρας μας
αποδείχθηκε πρωτοφανής γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν τεράστια και
ταχύτατη. Η ύφεση συνέβαλλε στη κατάρρευση των μισθών μέσω της τεράστιας
ανεργίας. Έκανε όμως τις άλλες ‘μεταρρυθμίσεις’ πολύ πιο δύσκολες γιατί
δημιούργησε περιβάλλον φτώχειας, ανασφάλειας και απογοήτευσης. Τα συμφέροντα
που λυμαίνονται την ιδιωτική οικονομία ισχυροποίησαν τη θέση τους, ενώ ο
κατεξευτελισμένος δημόσιος τομέας φρόντισε μόνο να αμυνθεί.
Στη σημερινές
συνθήκες καταστροφής υπάρχουν δύο πιθανές πηγές ανάπτυξης. Πρώτον, μια
εξαγωγική έκρηξη που θα συμπαρασύρει ολόκληρη την οικονομία. Δυστυχώς η
πιθανότητα είναι αμελητέα γιατί ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας είναι μικρός, η
ζήτηση εντός της ΕΕ πάσχει λόγω ύφεσης και το ισχυρό ευρώ περιορίζει τις
εξαγωγές εκτός ΕΕ. Δεύτερον, ένα μεγάλο επενδυτικό κύμα που θα αναζωογονήσει
τον παραγωγικό ιστό. Και αυτή η πιθανότητα είναι εξαιρετικά μικρή. Οι εγχώριες
επενδύσεις δύσκολα θα ανακάμψουν δυναμικά, αφού τα επιτόκια δανεισμού
παραμένουν πολύ υψηλά εντός ΟΝΕ. Οι ξένες επενδύσεις δεν έλκονται
μόνο από τους χαμηλούς μισθούς, αλλά απαιτούν ισχυρή εγχώρια αγορά και
υποδομές. Τέλος, οι δημόσιες επενδύσεις έχουν συντριβεί λόγω της αυτοκτονικής
επιδίωξης πρωτογενούς πλεονάσματος.
Σε άλλες χώρες που πήραν το «φάρμακο» του ΔΝΤ η σωτηρία συνήθως ερχόταν από την υποτίμηση του νομίσματος που έφερνε την ανάκαμψη. Μπορούσαν έτσι σταδιακά να απαλλαγούν από τη στοργική φροντίδα των συναδέλφων του κ. Τόμσεν. Δυστυχώς στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό είναι αδύνατον λόγω ΟΝΕ. Τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά ούτε μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων, αφού η βασική αναπτυξιακή λογική τους είναι πλέον αυστηρά εγγεγραμμένη στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ. Συνεπώς η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι περίπου 2,5% μέχρι το 2020 και μετά θα πέσει, δε στερείται λογικής. Αν όντως έτσι βαδίσουμε, η χώρα είναι καταδικασμένη.
Υπάρχει εναλλακτική πορεία; Βεβαίως υπάρχει, αρκεί να ξεκινήσει κανείς από την παραδοχή ότι το σημερινό σχέδιο είναι παντελώς αποτυχημένο. Βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να απαλλαγεί η Ελλάδα από την ασφυκτικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που γεννάει ύφεση. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να μειωθεί γενναία το χρέος, απελευθερώνοντας παράλληλα πόρους για ανάπτυξη. Θα πρέπει επίσης να αλλάξει η νομισματική και πιστωτική πολιτική, ώστε να ευνοηθεί ο παραγωγικός τομέας. Το μίγμα πολιτικής που χρειάζεται η χώρα πρέπει να έχει κύριο στόχο τη μείωση της ανεργίας και άρα την τόνωση της ζήτησης και της παραγωγής. Άμεσο βήμα πρέπει είναι η προστασία της εργασίας με επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, αύξηση του ελάχιστου μισθού και δημόσια προγράμματα για την απορρόφηση των ανέργων.
Στη βάση αυτή μπορεί να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο, μακριά από το ανούσιο δίπολο ‘κράτος κακό – αγορά καλή’. Ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγή, με απάλειψη των μονοπωλιακών καταστάσεων και δραστικό περιορισμό της ισχύος του μεγάλου κεφαλαίου. Οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει και επιζούν μόνο χάρη στον υπέρογκο δανεισμό του ελληνικού λαού, ενώ κρατούν τις πιστώσεις περιορισμένες και σημειώνουν υψηλή κερδοφορία. Παράλληλα ο δημόσιος τομέας χρειάζεται πραγματική αναδιάρθρωση και όχι τη σημερινή οπισθοδρόμηση. Χωρίς αποτελεσματικό κράτος με συστηματικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, δεν υπάρχει δυναμική ανάπτυξη.
Αν υπάρξουν τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα μπορεί να μπει σε ενάρετη αναπτυξιακή πορεία, προκρίνοντας τις διεθνώς ‘εμπορεύσιμες’ δραστηριότητες και μειώνοντας τις ‘μη εμπορεύσιμες’, ώστε να βελτιώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Έπεται ότι θα πρέπει να πάψει να ρίχνει το βάρος στον τομέα των υπηρεσιών που δεν ευνοούν ούτε την παραγωγικότητα, ούτε την ανταγωνιστικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η λύση είναι ο πρωτογενής τομέας, αν και η γεωργία χρειάζεται ενίσχυση.
Σε άλλες χώρες που πήραν το «φάρμακο» του ΔΝΤ η σωτηρία συνήθως ερχόταν από την υποτίμηση του νομίσματος που έφερνε την ανάκαμψη. Μπορούσαν έτσι σταδιακά να απαλλαγούν από τη στοργική φροντίδα των συναδέλφων του κ. Τόμσεν. Δυστυχώς στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό είναι αδύνατον λόγω ΟΝΕ. Τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά ούτε μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων, αφού η βασική αναπτυξιακή λογική τους είναι πλέον αυστηρά εγγεγραμμένη στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ. Συνεπώς η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι περίπου 2,5% μέχρι το 2020 και μετά θα πέσει, δε στερείται λογικής. Αν όντως έτσι βαδίσουμε, η χώρα είναι καταδικασμένη.
Υπάρχει εναλλακτική πορεία; Βεβαίως υπάρχει, αρκεί να ξεκινήσει κανείς από την παραδοχή ότι το σημερινό σχέδιο είναι παντελώς αποτυχημένο. Βραχυπρόθεσμα θα πρέπει να απαλλαγεί η Ελλάδα από την ασφυκτικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που γεννάει ύφεση. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να μειωθεί γενναία το χρέος, απελευθερώνοντας παράλληλα πόρους για ανάπτυξη. Θα πρέπει επίσης να αλλάξει η νομισματική και πιστωτική πολιτική, ώστε να ευνοηθεί ο παραγωγικός τομέας. Το μίγμα πολιτικής που χρειάζεται η χώρα πρέπει να έχει κύριο στόχο τη μείωση της ανεργίας και άρα την τόνωση της ζήτησης και της παραγωγής. Άμεσο βήμα πρέπει είναι η προστασία της εργασίας με επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, αύξηση του ελάχιστου μισθού και δημόσια προγράμματα για την απορρόφηση των ανέργων.
Στη βάση αυτή μπορεί να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο, μακριά από το ανούσιο δίπολο ‘κράτος κακό – αγορά καλή’. Ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας χρειάζεται εκ βάθρων αλλαγή, με απάλειψη των μονοπωλιακών καταστάσεων και δραστικό περιορισμό της ισχύος του μεγάλου κεφαλαίου. Οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει και επιζούν μόνο χάρη στον υπέρογκο δανεισμό του ελληνικού λαού, ενώ κρατούν τις πιστώσεις περιορισμένες και σημειώνουν υψηλή κερδοφορία. Παράλληλα ο δημόσιος τομέας χρειάζεται πραγματική αναδιάρθρωση και όχι τη σημερινή οπισθοδρόμηση. Χωρίς αποτελεσματικό κράτος με συστηματικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, δεν υπάρχει δυναμική ανάπτυξη.
Αν υπάρξουν τέτοιες αλλαγές, η Ελλάδα μπορεί να μπει σε ενάρετη αναπτυξιακή πορεία, προκρίνοντας τις διεθνώς ‘εμπορεύσιμες’ δραστηριότητες και μειώνοντας τις ‘μη εμπορεύσιμες’, ώστε να βελτιώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Έπεται ότι θα πρέπει να πάψει να ρίχνει το βάρος στον τομέα των υπηρεσιών που δεν ευνοούν ούτε την παραγωγικότητα, ούτε την ανταγωνιστικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η λύση είναι ο πρωτογενής τομέας, αν και η γεωργία χρειάζεται ενίσχυση.
Η ανάπτυξη θα πατήσει απαρέγκλιτα στο δευτερογενή
τομέα γιατί χωρίς βιομηχανική παραγωγή δεν έχουμε μέλλον. Το σχέδιο ανάπτυξης
θα πρέπει να έχει όραμα και να εστιάζει σε δευτερογενείς δραστηριότητες με
προοπτική. Γιατί να μη δοθεί, για παράδειγμα, έμφαση στον τομέα των νέων
τεχνολογιών; Η Ελλάδα έχει άριστο εργατικό δυναμικό, εκπαιδευμένο και στο
εξωτερικό με οικογενειακές θυσίες, ενώ ήδη διαθέτει σημαντική υποδομή. Τι μας
χρειάζεται το αναπτυξιακό σχέδιο, αν δεν είναι φιλόδοξο;
Αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη δεν θα
έρθει χωρίς βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή, ούτε όσο η χώρα αποδέχεται το
άτεγκτο πλαίσιο ΕΕ και ΟΝΕ. Όσοι παρακολουθούν τα πράγματα με ψύχραιμο μάτι
καταλαβαίνουν ότι η σημερινή κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ.
Πλησιάζει το σημείο μηδέν που θα φέρει άλλη πορεία.