Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ , ΑΛΛΑ ΠΩΣ;



 Του ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΛΟΡΝΤΟΝ
Πολλοί, εδικά στην Αριστερά, συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το ευρώ θα αλλάξει. Ότι από το σημερινό ευρώ της λιτότητας θα μεταβούμε επιτέλους σε ένα επιτέλους ανακαινισμένο ευρώ, ένα ευρώ προοδευτικό και κοινωνικό. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Θα αρκούσε να αναφέρουμε ως πρώτο λόγο την απουσία οποιουδήποτε πολιτικού μοχλού στο κλειδωμένο θεσμικό οικοδόμημα της παρούσας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Αυτή η αδυναμία προκύπτει όμως από ένα πολύ ισχυρότερο επιχείρημα που διατυπώνεται από τον ακόλουθο συλλογισμό.
Πρώτη προκείμενη πρόταση: το σημερινό ευρώ βασίζεται σε ένα οικοδόμημα που έχει ως συνέπεια, και μάλιστα ως στόχο, την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των κεφαλαικών αγορών και την οργάνωση της κυριαρχίας τους επί των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών.
Δεύτερη προκείμενη πρόταση: κάθε σχέδιο ουσιαστικού μετασχηματισμού του ευρώ ισοδυναμεί αυτόματα με σχέδιο εξάρθρωσης της ισχύος των χρηματιστηριακών αγορών και αποβολής των διεθνών επενδυτών από το επίπεδο όπου διαμορφώνονται οι κρατικές πολιτικές.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:
1. Οι αγορές δεν θα επιτρέψουν ποτέ την απρόσκοπτη διαμόρφωση κάτω από τα μάτια τους ενός σχεδίου ξεκάθαρος στόχος του οποίου θα ήταν η αφαίρεση της πειθαρχικής ισχύος που διαθέτουν σήμερα.
2. Μόλις ένα τέτοιο σχέδιο αρχίσει να αποκτά κάποια πολιτική υπόσταση και πιθανότητα εφαρμογής θα προσκρούσει σε ένα κερδοσκοπικό ξέσπασμα και σε μια οξύτατη κρίση στις αγορές που θα εκμηδενίσουν τους χρόνους που απαιτούνται για την διαμόρφωση ενός εναλλακτικού νομισματικού οικοδομήματος. Αυτή η κρίση μοναδική διέξοδο έχει την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα.
Η Αριστερά που συνεχίζει να πιστεύει στο καλό ευρώ δεν έχει λοιπόν άλλη επιλογή από την παρατεταμένη ανημπόρια ή από την έλευση αυτού ακριβώς που θέλει να αποφύγει (την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα) μόλις το σχέδιο της θα αρχίσει να αποκτά σοβαρό ειδικό βάρος. Θα πρέπει όμως να συνεννοηθούμε εδώ για το τι σημαίνει «Αριστερά»: σίγουρα όχι το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που δεν διατηρεί με την Αριστερά παρά μόνο σχέσεις λεκτικής αδράνειας ούτε την αδιαφοροποίητη μάζα του ευρωπαϊσμού που, σιωπηρή ή σαγηνευμένη εδώ και δύο δεκαετίες, μόλις ανακαλύπτει τα τρωτά του υλοποιημένου αντικείμενου του πόθου της και συνειδητοποιεί έντρομη ότι αυτό ενδέχεται να διαλυθεί στα εξ ων  συνετέθη.
Αλλά μια τόσο μακρόχρονη περίοδος διανοητικής επανάπαυσης δεν αναπληρώνεται στιγμιαία.
Γι αυτό και με τη γλύκα ενός εγερτήριου εν τω μέσω της νυκτός άνοιξε ο διαγωνισμός των λύσεων ύστατης καταφυγής, σε ένα κλίμα ελαφρού πανικού και πλήρους έλλειψης προετοιμασίας. Στην πραγματικότητα οι φτωχές ιδέες στις οποίες ο ευρωπαϊσμός έχει εναποθέσει τις τελευταίες του ελπίδες δεν είναι παρά λέξεις κενές περιεχομένου: «ευρωομόλογα», «οικονομική διακυβέρνηση», ή, πολύ περισσότερο, το «δημοκρατικό άλμα» που πρεσβεύουν η Άγγελλα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ – ήδη ακούγεται η Ωδή της Χαράς. Πρόκειται για επίπλαστες λύσεις που προβάλλει μια επίφαση σκέψης βιτρίνας η οποία αρνούμενη να αμφισβητήσει οτιδήποτε αδυνατεί να καταλάβει το παραμικρό. Ίσως εξάλλου να πρόκειται περισσότερο για αποδοχή παρά για κατανόηση. Αποδοχής των ειδικών χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ως γιγαντιαίας επιχείρησης πολιτικής απόσπασης.
Απόσπασης τίνος πράγματος όμως; Τίποτε λιγότερο από την λαϊκή κυριαρχία. Η «δεξιά της αριστεράς», όλως τυχαίως κατά κόρον ευρωπαϊστική, χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από το εξής: τα αυτιά της ματώνουν μόλις ακούει τη λέξη μόλις ακούει τη λέξη «κυριαρχία», την οποία υποτιμητικά μετατρέπει σε έναν «ισμό» τον «κυριαρχισμό». Όλως περιέργως, δεν περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό αυτής της «αριστεράς» ότι η «κυριαρχία» νοούμενη ως λαϊκή κυριαρχία δεν είναι παρά το άλλο όνομα της ίδιας της δημοκρατίας. Να σημαίνει άραγε αυτό ότι όταν μιλούν για «δημοκρατία» αυτοί οι «αριστεροί» έχουν κατά νου κάτι εντελώς διαφορετικό;
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ακούσια ομολογία μέσω της οποίας η άρνηση της κυριαρχίας οδηγεί στην άρνηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Η «εθνική αναδίπλωση» γίνεται τότε ο όρος-σκιάχτρο που στοχεύει στην απόκρυψη αυτής της απουσίας δημοκρατίας. Γίνεται πολύς θόρυβος για το 25% στο οποίο έχει φθάσει το ακροδεξιό γαλλικό Εθνικό Μέτωπο στις δημοσκοπήσεις χωρίς όμως να τίθεται το ερώτημα αν αυτό το πράγματι τρομακτικό ποσοστό έχει κάποια σχέση, και μάλιστα πολύ στενή, με την διάλυση της κυριαρχίας. Οχι με την έννοια μιας μυστικιστικής έξαρσης του έθνους αλλά με την έννοια της δυνατότητας των λαών να αποφασίζουν με κυρίαρχο τρόπο για τη μοίρα τους.
Τι απομένει αλήθεια από μια τέτοια δυνατότητα σε ένα οικοδόμημα που έχει συνειδητά επιλέξει την καταστατική εξουδετέρωση των οικονομικών πολιτικών (νομισματικών και δημοσιονομικών) μέσω της υπαγωγής τους σε αυτόματους κανόνες που καθορίζονται από τις καταστατικές ευρωπαϊκές συνθήκες; Οι υπερασπιστές του σχεδίου ευρωσυντάγματος του 2005 έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν ότι το βασικό επιχείρημα όσων αντιπάλων τους αφορούσε το τρίτο μέρος, που αποτελούσε μεν επανάληψη του κεκτημένου των συνθηκών του Μάαστριχτ (1992), του Αμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2001) αλλά που επιβεβαίωνε μέσω όλων αυτών των επαναλήψεων το εγγενές σκάνδαλο που αποτελεί η απόσπαση των κρατικών πολιτικών από το βασικό κριτήριο της δημοκρατίας: το αίτημα της διαρκούς δυνατότητας επανεξέτασης και αντιστροφής της απόφασης.
Γιατί δεν υπάρχει βεβαίως τίποτε προς επανεξέταση, ούτε καν προς συζήτηση, όταν έχει εδραιωθεί η επιλογή του καθορισμού των πάντων από ακατάλυτες συνθήκες. Νομισματική πολιτική, χειρισμός των δημοσιονομικών εργαλείων, ύψος του δημόσιου χρέους, τρόποι αναχρηματοδότησης των ελλειμμάτων, όλοι αυτοί οι μοχλοί είναι χαραγμένοι στο μάρμαρο των ευρωπαϊκών συνθηκών. Πως θα μπορούσε να συζητηθεί ο στόχος του επιθυμητού ποσοστού πληθωρισμού όταν αυτός έχει εκχωρηθεί σε μια ανεξάρτητη και ξεκομμένη από τα πάντα κεντρική τράπεζα; Πως μπορούμε να αποφασίσουμε για την δημοσιονομική πολιτική όταν ο δομικός ισοσκελισμός των προϋπολογισμών είναι προκαθορισμένος (ο «χρυσούς κανόνας») και όταν το τρέχον ισοζύγιό τους υπάγεται επίσης σε ένα προκαθορισμένο πλαφόν; Πως να αποφασιστεί μια άρνηση αποπληρωμής δημόσιου χρέους όταν τα κράτη δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται παρά μόνο στις κεφαλαιακές αγορές;
Ελλείψει οποιασδήποτε απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα, ή μάλλον λόγω της υπόρρητης κατάφασης σε αυτήν την καταστατικά θεμελιωμένη πραγματικότητα, οι πενιχρές ευρεσιτεχνίες των διαγωνισμών ευρωπαϊσμού είναι καταδικασμένες να παραβλέπουν το κεντρικό πρόβλημα.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς ποιό θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να είναι το νόημα της «οικονομικής διακυβέρνησης» της ευρωζώνης όταν δεν υπάρχει πλέον τίποτε για το οποίο δύναται να αποφασίσει μια τέτοια διακυβέρνηση. Όταν όλα δηλαδή τα ζητήματα έχουν αποσπασθεί από το πεδίο της απόφασης και εγκλωβιστεί εντός των συνθηκών. Όσο για τα ευρωομόλογα, υπό την επίφαση ενός μεγάλου άλματος σε ότι αφορά την χρηματοπιστωτική τους επιτήδευση, δεν έχουν καμιά από τις ιδιότητες που τους αποδίδουν οι εμπνευστές τους. Η Γερμανία, που ωφελείται από τα χαμηλότερα επιτόκια όταν δανείζεται στις αγορές, έχει πλήρη συνείδηση του κόστους που θα επωμιστεί αν συνυπογράψει το παραμικρό με τους μπατίρηδες του Νότου. Ακόμη και αν, στο όνομα της αναγκαίας προώθησης του «ευρωπαϊκού ιδεώδους», δεχόταν να το πληρώσει σίγουρα θα απαιτούσε ως αντάλλαγμα για τη δέσμευσή της υπέρ της χρηματοπιστωτικής ενοποίησης την επιπλέον δρακόντεια επιτήρηση και ανάμιξη στις εθνικές οικονομικές πολιτικές, ακριβώς όπως έπραξε μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών όταν αποφασίστηκε η ένταξη σε μια ενιαία νομισματική ζώνη.
ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ ΜΕ ΠΑΘΟΣ
Για να το πούμε διαφορετικά, αντί να επανορθώσουν κατ’ελάχιστον έστω τις πολιτικές παθογένειες του σημερινού οικοδομήματος, τα ευρωομόλογα θα τις όξυναν αντίθετα σε πρωτοφανή βαθμό. Ποιός μπορεί να φανταστεί προς στιγμήν έστω ότι η Γερμανία θα δεχθεί να ενταχθεί στον μηχανισμό αλληλεγγύης ενός αμοιβαιοποιημένου χρέους, που θα την ανάγκαζε να πληρώνει αυτόματα κάθε φορά που θα χρεοκοπούσε κάποια χώρα μέλος, χωρίς να απαιτήσει, μέσω μιας ενισχυμένης Κομισιόν, ένα δικαίωμα διαρκούς και δρακόντειας εποπτείας του κάθε «εταίρου», συνοδευόμενου από καθεστώς κηδεμονίας σε περίπτωση μη-συμμόρφωσης; Η σκλήρυνση των δεσμεύσεων που επιβάλλει ο αυτόματος πιλότος των συνθηκών και οι μορφές γενικευμένης «τροϊκανοποίησης» (κράτη υπό κηδεμονία της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ) είναι το μόνο δυνατό αναμενόμενο αποτέλεσμα των ευρωομολόγων. Με άλλα λόγια μια επιδείνωση της πολιτικής κρίσης στην οποία βυθίζεται ήδη η Ευρώπη...
Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η Γερμανία είναι αυτή που βρίσκεται στη ρίζα της γενικευμένης άρνησης της κυριαρχίας, την οποία θεωρεί ως τη μόνη αποδεκτή λύση όταν πρόκειται να μοιραστεί έναν οικονομικό και κυρίως ένα νομισματικό χώρο με άλλους. Για τους οποίους θεωρεί ότι οποιαδήποτε άσκηση κυριαρχίας εκ μέρους τους μόνο επιβλαβής μπορεί να είναι. Κατά συνέπεια επιβάλλεται γενικευμένη εξουδετέρωση. Ενεργή μένει μόνο... η γερμανική κυριαρχία, που μεταφέρεται αυτούσια στους οικονομικούς και νομισματικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Οι κραυγές τρόμου που ακούγονται κάθε φορά που ασκείται κριτική στην Γερμανία έχουν καταντήσει τόσο στερεότυπες που μας μαθαίνουν εν τέλει περισσότερα για αυτούς που τις βγάζουν παρά για το αντικείμενο στο οποίο αναφέρονται. Όπως με τις αντεστραμμένες μορφές ρατσισμού, που νομίζουν ότι μπορούν να καλυφθούν οι ίδιες επιδεικνύοντας τις φιλίες τους με μια υπερβολή που τις καθιστά αναξιόπιστες, έτσι και το γερμανικό ζήτημα ενδέχεται να ταλανίζει περισσότερο αυτούς που διακηρύσσουν αυθόρμητα τον φιλογερμανισμό τους.
Η αντικειμενική ανάλυση των σύνθετων δομικών καταστάσεων, της ιστορικής κληρονομιάς και των σχέσεων ανάμεσα σε χώρες που καλούνται να ενταχθούν σε μια κάπως προχωρημένη μορφή ολοκλήρωσης μπορεί να αναπτυχθεί μόνο τηρώντας ίσες αποστάσεις τόσο από τον φιλο- όσο και από τον αντι-γερμανισμό, που δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για την κατανόηση του προβλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, μόνο κάποιος που φοράει με πάθος παρωπίδες μπορεί να μη βλέπει ότι η Γερμανία έχει δημιουργήσει μια δοξασία γύρω από το νόμισμα, το οποίο έχει αναχθεί σε ζήτημα τέτοιας ύψιστης σημασίας που οποιαδήποτε παραχώρηση το αφορά είναι απλά αδιανόητη. Η Γερμανία δέχθηκε μεν να μπει στο κοινό νόμισμα αλλά μόνο υπό τον απαράβατο όρο να μπορεί να του επιβάλλει την δική της αρχιτεκτονική που δεν είναι άλλη από αυτήν του γερμανικού μάρκου.
Το ότι η Γερμανία εμφορείται από μια λανθασμένη πεποίθηση – ότι ο υπερπληθωρισμός του 1923 ευθύνεται για την άνοδο του ναζισμού και όχι η μεγάλη ύφεση του 1931 – δεν έχει καμία σημασία. Το πιστεύει και δρα αναλόγως. Κανείς δεν μπορεί να της προσάψει ότι έχει την ιστορία που έχει ή ότι έχει ενστερνιστεί τις αφηγήσεις που αυτή διαμόρφωσε. Κανείς δεν μπορεί να τις προσάψει ότι έχει μια ιδιαίτερη αντίληψη περί νομισματικής τάξης και ότι αρνείται να μπει σε κάποια ζώνη που αφίσταται από αυτήν. Αλλά σίγουρα μπορεί κάποιος να προσάψει στο Βερολίνο ότι επιβάλλει τις έμμονες ιδέες του σε όλους τους άλλους! Και όσο είναι νόμιμο για τη Γερμανία να συνεχίσει να πορεύεται στο δρόμο των νομισματικών εμμονών της άλλο τόσο είναι για τους υπόλοιπους να μη θέλουν να την ακολουθήσουν. Ιδιαίτερα όταν αυτές οι νομισματικές αντιλήψεις δεν συνάδουν με τις οικονομικές και κοινωνικές δομών αυτών των χωρών και όταν, επί του προκειμένου, οδηγούν ορισμένες εξ΄αυτών στον όλεθρο.
Ορισμένα κράτη-μέλη έχουν πράγματι ανάγκη να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, άλλα έχουν ανάγκη από μεγαλύτερα ελλείμματα, άλλα να αρνηθούν να αποπληρώσουν μέρος του χρέους τους, άλλα χρειάζονται πληθωρισμό. Και κυρίως όλοι έχουν ανάγκη αυτά τα θέματα να αποτελέσουν αντικείμενο δημοκρατικής απόφασης! Αλλά οι γερμανικές αντιλήψεις, παγιοποιημένες μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, απαγορεύουν κάτι τέτοιο.
Κατ’ ευφημισμόν θα λέγαμε ότι δεν συντρέχει λόγος να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στο «δημοκρατικό άλμα» που προτείνουν ο Ολάντ και η Μέρκελ. Η επανεκκίνηση ενός σχεδίου ομοσπονδιακής Ευρώπης παραμένει ούτως ή άλλως εξαιρετικά ασαφής όσο δεν έχει ξεκαθαριστεί το περιεχόμενό του και οι όροι της πραγματοποίησής του. Θα χρειαστεί πρώτα να μας εξηγήσουν οι οπαδοί της ομοσπονδιακής λύσης πως θα μπορούσε να συντελεστεί το θαύμα χάριν του οποίου η Γερμανία θα αποδεχόταν την επαναφορά στο πεδίο της δημοκρατικής απόφασης όλων των ζητημάτων που με μεθοδικότητα έχει αποκλείσει. Θα πρέπει επίσης να εξηγήσουν αν μια ομοσπονδοποίηση που θα απαγορεύει καταστατικά την συζήτηση τέτοιων θεμάτων θα συνεχίσει γι αυτούς να θεωρείται «δημοκρατικό άλμα».
Προς χάριν αυτού του διανοητικού πειράματος, ας δεχθούμε όμως ότι παίρνει σάρκα και οστά η ιδέα μιας ομοσπονδιακής δημοκρατικής Ευρώπης, με νομοθετική εξουσία αντάξια αυτού του ονόματος, με άνω και κάτω Βουλή φυσικά και πλήρεις αρμοδιότητες, εκλεγμένης μέσω καθολικής ψηφοφορίας όπως εξ’άλλου και η εκτελεστική εξουσία (αν και η μορφή που δύναται αυτή να αποκτήσει παραμένει ακαθόριστη). Το ερώτημα που τίθεται τότε σε όσους ονειρεύνονται να «αλλάξουν την Ευρώπη για να υπερβούν την κρίση» είναι το εξής: φαντάζονται ότι η Γερμανία θα υπακούσει στην αρχή της πλειοψηφίας σε περίπτωση που η κυρίαρχη Ευρωβουλή αποφασίσει να θέσει υπό τον έλεγχό της την ΕΚΤ, να χρηματοδοτεί σε ρευστότητα τα κράτη ή να καταργήσει το όριο που επιβάλλεται στα ελλείμματα των εθνικών προϋπολογισμών; Και για να δώσουμε γενική ισχύ στο επιχείρημα, ας προσθέσουμε ότι η απάντηση, αρνητική εννοείται, θα ήταν η ίδια (αν μη τι άλλο το ευχόμαστε!) αν η ίδια αρχή της πλειοψηφίας επέβαλλε στη Γαλλία την ιδιωτικοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Αλήθεια ποιός ξέρει τι θα είχαμε ακούσει αν η Γαλλία είχε επιβάλλει στην υπόλοιπη Ευρώπη την δική της αντίληψη περί κοινωνικής ασφάλισης, όπως έκανε η Γερμανία με το νόμισμα, και μάλιστα αν το είχε επιβάλλει με τελεσιγραφικό τρόπο...
Θα πρέπει λοιπόν οι υποστηρικτές της ομοσπονδοποίησης να συνειδητοποιήσουν ότι οι τυπικοί ορισμοί της δημοκρατίας είναι ανεπαρκείς και ότι δεν νοείται ζωντανή δημοκρατία χωρίς το υπόβαθρο των συλλογικών δεσμών που είναι απαραίτητοι για να δεχθούν οι μειοψηφίες να υπακούσουν στις πλειοψηφίες. Γιατί εν τέλει αυτό είναι η δημοκρατία: η από κοινού απόφαση και η αρχή της πλειοψηφίας. Αλλά αυτό είναι που είναι ανίκανοι να δουν οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οικονομολόγοι, που στερούνται κάθε πολιτικής παιδείας και που αποτελούν παρ’ όλα αυτά τον κύριο όγκο των πολιτικών ταγών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Και αυτή η ανεπάρκεια είναι που παράγει τα θεσμικά τερατουργήματα που αρνούνται την αρχή της κυριαρχίας όπως το «δημοκρατικό άλμα». Ένα άλμα που αγνοεί ότι η δημοκρατία προϋποθέτει ένα αίσθημα του συνανήκειν, και ότι η διαμόρφωση ενός τέτοιου αισθήματος σε ένα πολυεθνικό πλαίσιο είναι μια δύσκολη υπόθεση.
Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Αντίθετα, ας το θυμίσουμε, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις που αναφέραμε προηγουμένως και παραμένει τεχνικά εφικτή εάν συνοδεύεται από όλα τα αναγκαία ad hoc μέτρα, ειδικότερα από τον έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων. Δεν μπορούμε ωστόσο να εγκαταλείψουμε εντελώς την ιδέα ότι κάτι πρέπει να γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όχι ένα ενιαίο νόμισμα, εφόσον αυτό προϋποθέτει μια εντελώς ανέφικτη προς το παρόν αυθεντική πολιτική ένωση. Αλλά ένα κοινό νόμισμα, αυτό χρήζει μελέτης. Πολύ περισσότερο δε που τα επιχειρήματα υπέρ μιας μορφής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο παραμένουν, αρκεί βέβαια τα μειονεκτήματα να μην είναι περισσότερα από τα προτερήματα.
Ο ισολογισμός μπορεί να γίνει θετικός αν αντί για ένα ενιαίο νόμισμα σκεφτούμε ένα κοινό νόμισμα, δηλαδή ένα ευρώ με εθνικούς αντιπροσώπους: ένα ευρώ-φράγκο, ένα ευρώ-πετσέτα κλπ. Αυτές οι εθνικές εκδοχές ευρώ δεν είναι απ’ευθείας μετατρέψιμες σε ξένα νομίσματα (δηλαδή σε δολλάρια, γιουάν κλπ.), ούτε μεταξύ τους. Ολες οι μετατρεψιμότητες, εσωτερικές και εξωτερικές, γίνονται δια μέσου μιας νέας ΕΚΤ, που είναι ένα είδος συναλλαγματικού γραφείου αλλά που δεν χαράζει σε τίποτε την νομισματική πολιτική. Αυτή είναι υπόθεση των εθνικών κεντρικών τραπεζών και οι κυβερνήσεις θα έχουν κάθε ευχέρεια να αποφασίσουν εάν αυτές θα λειτουργούν υπό τον έλεγχό τους ή όχι.
Η εξωτερική μετατρεψιμόμητα, που αφορά μόνο το ευρώ, θα διεξάγεται κατά τον συνηθισμένο τρόπο στις διεθνείς συναλλαγματικές αγορές, άρα με κυμαινόμενες ισοτιμίες, αλλά μέσω της (νέας) ΕΚΤ, που θα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα παρέμβασης εκ μέρους όλων των ευρωπαϊκών φορέων (δημόσιων και ιδιωτικών). Αντίθετα η εσωτερική ισοτιμία, αυτή που αφορά τις τιμές των εθνικών αντιπροσώπων του ευρώ, θα γίνεται μόνο εντός ΕΚΤ, και με σταθερές ισοτιμίες, που θα αποφασίζονται με πολιτικούς όρους.
Μπορούμε κατ’αυτόν τον τρόπο να ξεφορτωθούμε τις εσωτερικές συναλλαγματικές αγορές, που αποτελούσαν εστίες χρόνιων νομισματικών κρίσεων την εποχή του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος και να προστατευθούμε από τις μη-ευρωπαϊκές συναλλαγματικές αγορές χάρη στο νέο ευρώ. Σ’αυτή τη διπλή ιδιότητα έγκειται η δύναμη του κοινού νομίσματος.
Τώρα που η φαντασίωση περί «αυτόματης» σύγλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών έχει παρέλθει, ξέρουμε ότι ορισμένες οικονομίες έχουν ανάγκη να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ειδικά σε στις συνθήκες της παρούσας κρίσης! Το σύστημα εσωτερικής μετατρεψιμότητας του κοινού νομίσματος έχει το τεράστιο πλεονέκτημα να επιτρέπει τέτοιου είδους υποτιμήσεις, αλλά με συντεταγμένο τρόπο. Η εμπειρία των δεκαετιών του ‘80 και του ‘90 έδειξε καθαρά ότι συντεταγμένες συναλλαγματικές προσαρμογές είναι αδύνατες σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτων χρηματιστικών αγορών. Η εσωτερική ρύθμιση μιας ευρωπαϊκής οικονομικής ζώνης απαλλαγμένης από το βαρίδι των συναλλαγματικών αγορών καθιστά τις υποτιμήσεις διαδικασίες εντελώς πολιτικού χαρακτήρα, στις οποίες αποφασιστικό λόγο έχουν οι διακρατικές διαπραγματεύσεις για τις ισοτιμίες.
Και αυτό δεν αφορά μόνο τις υποτιμήσεις. Το όλο σύστημα θα μπορούσε να διαμορφωθεί κατά το πρότυπο του International Clearing Union που είχε προτείνει ο Κέϋνς το 1944 και που, πέραν της δυνατότητας υποτίμησης που παρείχε στις χώρες με σημαντικά εξωτερικά ελλείματα, προέβλεπε επίσης τον εξαναγκασμό σε ανατίμηση των χωρών με μεγάλα πλεονάσματα. Σε ένα τέτοιο σύστημα, που θα επέβαλλε βαθμιαίες ανατιμήσεις σε περίπτωση που μια χώρα υπερβαίνει ένα πλαφόν σε πλεόνασμα (ας πούμε αρχικά 4% και κατόπιν 6% του ΑΕΠ), η Γερμανία θα είχε εξαναγκασθεί εδώ και πολύ καιρό να ανατιμήσει το ευρω-μάρκο της, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη ζήτηση εντός της ζώνης ευρώ και συμβάλλοντας στην μείωση των εσωτερικών της ανισορροπιών. Τέτοιοι κανόνες συναλλαγματικής προσαρμογής θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων την προβλέψιμη έλλειψη καλής θέλησης των πλεονασματικών χωρών.
Η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία βγάζει κραυγές περί «αναποτελεσματικότητας» και «πληθωρισμού» μόλις ακούει τη λέξη «υποτίμηση». Σε ότι αφορά την «αναποτελεσματικότητα» δε θα λέγαμε ότι το επιχείρημα διακρίνεται από κάποια συνεκτικότητα. Διότι αυτό το οποίο προτείνει είναι επίσης υποτίμηση, μόνο που αντί για εξωτερική υποτίμηση στις συναλλαγματικές αγορές έχουμε την «εσωτερική υποτίμηση», με τη μείωση των μισθών και την ανεργία που πιέζει καθοδικά τους μισθούς. Με άλλα λόγια «δομική» προσαρμογή αντί για αναπροσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εαν έφευγαν πρώτοι αυτοί από την ευρωζώνη για να τραβήξουν έναν χωριστό δρόμο, οι Γερμανοί θα διαπίστωναν γρήγορα ότι μια δεκαετία καθήλωσης των μισθών ακυρώνεται από δύο μέρες ανατίμησης του νέου μάρκου στις συναλλαγματικές αγορές...
Οσο για τον πληθωρισμό, που υποτίθεται ότι καθιστά την πρώτη προσαρμογή προτιμότερη από τη δεύτερη, πρόκειται για αστείο σε μια περίοδο όπου η πραγματική απειλή είναι μάλλον ο υφεσιακός αποπληθωρισμός (η γενική πτώση των τιμών), που είναι τουλάχιστον εξίσου επικίνδυνος και που απαιτεί έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό, μεταξύ άλλων για να μειώσει το πραγματικό βάρος του χρέους.
Υπάρχει περίπτωση η επιβάρυνση του εξωτερικού χρέους λόγω της υποτίμησης του νομίσματος να υπερβεί την ελάφρυνση του πραγματικού χρέους που επιφέρει ο πληθωρισμός; Μια υποτίμηση κατά 10% έναντι του δολλάριου μεταφράζεται αυτόματα σε επιβάρυνση κατά 10% ενός χρέους σε δολλάρια. Ομως, όπως απέδειξε ο Ζακ Σαπίρ, το 85% του γαλλικού δημόσιου χρέους υπόκειται στο γαλλικό δίκαιο και μετατρέπεται σε μια τέτοια περίπτωση σε ίσο χρέος σε ευρω-φράγκο. Αρα σε τίποτε δεν επηρεάζεται το ύψος του από μια υποτίμηση.
Σε κάθε περίπτωση, το επίδικο ενός κοινού νομίσματος υπερβαίνει κατά πολύ την απλή αποκατάσταση της δυνατότητας υποτίμησης. Ακόμη και αν αυτή αποτελεί, ειδικά σ’αυτήν την περίοδο, μια ζωτική ελευθερία, σίγουρα δεν είναι η απόλυτη λύση. Η έξοδος από το σημερινό ευρώ δεν είναι τόσο θέμα μακροοικονομίας – αν και σίγουρα είναι και αυτό! – όσο θέμα συμμόρφωσης στην κατηγορηματική προσταγή της δημοκρατίας που ακούει στο όνομα «λαϊκή κυριαρχία».
Εφόσον οι όροι μιας τέτοιας λαϊκής κυριαρχίας στο επίπεδο ενός υπερεθνικού αισθήματος του συνανήκειν απέχουν ακόμη πολύ από το να εκπληρωθούν, ο ρεαλισμός προστάζει μετριοπάθεια στην «ευρωπαϊκή φιλοδοξία» χωρίς αυτό να σημαίνει την πλήρη εγκατάλειψή της. Θα μπορούσε για παράδειγμα να συνεχιστεί στα επίπεδα εκτός οικονομίας – αυτό απαντά ειδικότερα στο επιχείρημα περί «εθνικής αναδίπλωσης». Οσο για το οικονομικό επίπεδο, το θέμα είναι με ποιούς πρέπει να συνεχισθεί. Σίγουρα όχι με 18 ή με 27 χώρες – μεγέθη τέτοιας τάξεως μάλλον φαντάζουν ως εγγύηση για το χειρότερο ενδεχόμενο! Καθοριστική σημασία έχουν οι αντικειμενικές σχέσεις συμβατότητας, οι οποίες προϋποθέτουν μια μίνιμουμ ομοιογένεια τρόπων ζωής (στο επίπεδο ενός κοινωνικού μοντέλου, μιας περιβαλλοντικής πολιτικής κλπ) και μια προϋπάρχουσα συμφωνία σε ότι αφορά τις βασικές αρχές της οικονομικής πολιτικής.
Τέτοιου τύπου συγκλίσεις δεν μπορούν, σε μια πρώτη φάση, παρά να αφορούν έναν περιορισμένο αριθμό κρατών. Και δεν είναι λανθασμένη η ιδέα ότι μπορούν να αποτιμηθούν με βάση κριτήρια σύγκλισης, αλλά όχι σαν αυτά της συνθήκης του Μάαστριχτ...
Εαν πρόκειται π.χ. για τη συγκρότηση μιας ενιαίας αγοράς ως μέρους του κοινού νομίσματος που αναλύσαμε προηγουμένως, τότε σ’αυτήν δεν μπορούν να ενταχθούν παρά μόνο οικονομίες με παρόμοια οικονομικά και παραγωγικά μοντέλα και, κατά συνέπεια, κοντινές συντεταγμένες κόστους παραγωγής. Σε μια νέα οικονομική και νομισματική Ευρώπη αυτού του τύπου δεν θα μπορούν να γίνουν δεκτές παρά χώρες με βασικό μισθό όχι χαμηλότερο από το 75% (ή κάποιο όριο αυτής της τάξεως) του μέσου όρου των μισθών των υπόλοιπων χωρών.
Μια τέτοια επανίδρυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα αποτελέσει και ευκαιρία να ξεμπερδέψουμε οριστικά με τα παραληρήματα της νομισματικής ορθοδοξίας, της γενικευμένης «δομικής προσαρμογής» και της παθολογίες του «ανόθευτου ανταγωνισμού» που τόσο καλά ταιριάζει με όλες τις κοινωνικές και περιβαλοντικές δομικές στρεβλώσεις και που στην πραγματικότητα αποσκοπεί στην ακόμη πιο βίαιη επέκτασή τους.
ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ
Σ’αυτό το σημείο πρέπει να επανέλθουμε στον αρχικό μας συλλογισμό: η ιδέα της μετάβασης από το σημερινό σε ένα αναμορφωμένο και προοδευτικό ευρώ αποτελεί ονειροφαντασία. Εάν είναι όντως προοδευτικό, οι παντοδύναμες σήμερα χρηματοπιστωτικές αγορές δεν θα επιτρέψουν εξ’αντικειμένου την δημιουργία του. Η επιλογή είναι λοιπόν η ακόλουθη: είτε η οριστική βύθιση σε ένα νεοφιλελεύθερο ευρώ οριακά τροποποιημένο με δεύτερης διαλογής ευρήματα τύπου «οικονομική διακυβέρνηση» ή ευρωομόλογα, δηλαδή έμπλαστρα που δεν αλλάζουν στο παραμικρό τη βαθύτερη λογική της «αντιδημοκρατικής απόσπασης». Είτε η μετωπική σύγκρουση με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Μια σύγκρουση από την οποία το κεφάλαιο θα βγει σίγουρα νικητής αλλά θα χάσει με αυτόν τον τρόπο τα πάντα γιατί η νίκη του θα καταστρέψει το ευρώ και θα δημιουργήσει τους όρους μιας ανοικοδόμησης από την οποία οι αγορές θα έχουν αυτή τη φορά αποκλειστεί!
Είναι πάντως βέβαιο ότι αυτή η αναγκαστική επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, που θα εισπραχθεί ως αποτυχία, θα έχει ανασχετικά πολιτικά αποτελέσματα που θα βαραίνουν για μια ολόκληρη περίοδο σε κάθε σχέδιο ευρωπαϊκής ανασύνταξης. Γι αυτό και η προοπτική μιας ανασύνταξης εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο βγαίνουμε από το ευρώ. Το στοίχημα ενός «κοινού νομίσματος» όπως το σκιαγραφήσαμε παραπάνω είναι αναγκαίο για να υπάρξουν διαθέσιμες εφεδρείες για μια ευρωπαϊκή επανεκκίνηση μετά την περίοδο επιστροφής στα εθνικά νομίσματα. Ενα πολιτικό σχέδιο κοινό με τέτοιο ορίζοντα που θα προωθείται από έναν αριθμό ευρωπαϊκών χωρών μπορεί να δώσει στη σύγκρουση με τις χρηματοπιστωτικές αγορές μια διέξοδο που θα υπερβαίνει την άνευ περαιτέτω προοπτικής επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Εφόσον λοιπόν δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, ο τρόπος με τον οποίο θα επιστρέψουμε σ’αυτά καθορίζει και τη δυνατότητα μιας μελλοντικής υπέρβασής τους.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός και αν υπερισχύσει η οριστική νάρκωση εντός του αντικοινωνικού ευρώ, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα είναι αναπόφευκτη. Αποτελεί την τιμωρία μιας οικοδόμησης ανίκανης να μετεξελιχθεί διότι έχει καταργήσει κάθε περιθώριο κίνησης και ελευθερίας. Τα καταναγκαστικά οικοδομήματα δεν μπορούν παρά να αντιστέκονται στις πιέσεις όσο αυτές παραμένουν εντός κάποιων ορίων. Τους είναι αδύνατο όμως να προσαρμοστούν σ’αυτές.
Ο αντίλογος του ευρωπαϊσμού σε όλα αυτά είναι ότι η αγαπημένη του Ευρώπη κάνει συνεχώς προόδους. Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης, εξαγορά δημόσιου χρέους από την ΕΚΤ, τραπεζική ενοποίηση: ιδού κατακτήσεις με υψηλό κόστος αλλά πάντως υπαρκτές! Δυστυχώς, όπως ήταν αναμενόμενο, καμμιά δεν θέτει υπό αίρεση την καρδιά του οικοδομήματος, αυτόν τον σκληρό πυρήνα από τον οποίο απορρέουν όλες οι υφεσιακές και αντιδημοκρατικές πτυχές: οικονομικές πολιτικές υπό την ομηρεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ανεξάρτητη ΕΚΤ, αντιπληθωριστική εμμονή, αυτόματη προσαρμογή των ελλειμάτων, άρνηση της νομισματικής τους χρηματοδότησης.
Αυτές οι «κατακτήσεις» είναι λοιπόν περιφερειακής σημασίας, βουλώματα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν όσο και όπως μπορούν τις καταστροφικές συνέπειες της αδιάκοπης λειτουργίας μιας ερμητικά σφραγισμένης γρανιτένιας «καρδιάς». Αντιμετώπιζοντας με μπαλώματα τις συνέπειες χωρίς να ανατρέχει στις αιτίες, η Ευρώπη εμμένει στη συνέχιση της πορείας της. Ανεπίδεκτη οποιασδήποτε ουσιαστικής αναθεώρησης, δεν έχει καν συνείδηση ότι η ρήξη είναι η μοναδική προοπτική που έχει μπροστά της.
Μετάφραση Στάθης Κουβελάκης