Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Με τη ματιά μιας νεοκομμουνιστικής εθνολαϊκιστικής αριστεράς





«....Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας το χαμό,
κάνουν με  θερμή τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια...»

                                 W. Birman και Θ. Μικρούτσικος, Τους έχω βαρεθεί

                                                                     του Βασίλη Ασημακόπουλου[1]

Διαβάζοντας ένα πολιτικό κείμενο, όπως η έκκληση-πρόσκληση των 58 για μια Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη[2], εξετάζει κανείς το περιεχόμενο του, ως μεθοδολογία, ερμηνεία και στρατηγική. Ποιοί αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία, τι αντιπροσωπεύουν, σε ποιούς απευθύνονται, πώς οριοθετούνται,  πού και πώς επιλέγεται να εμφανιστεί η πρωτοβουλία. Το κλασικό ποιός/ποιόν. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ταυτότητα του κειμένου είναι ιδιαίτερα ειλικρινής. Πρόκειται για την οργανική διανόηση του εκσυγχρονιστικού συστήματος εξουσίας που κυριαρχεί στον τόπο μας την τελευταία 20ετία. Συγκροτεί την  κρατική στρατηγική. Γι’ αυτό και ο πολιτικός αρχηγός του εκσυγχρονιστικού ρεύματος έσπευσε να επικροτήσει την κίνηση ακριβώς την επομένη ημέρα. Η μνημονιακή περίοδος αποτέλει τη συμπύκνωση των σοσιαλφιλελεύθερων πολιτικών της δεκαετίας του ’90, της νέας σοσιαλδημοκρατίας ή της σοσιαλδημοκρατίας του νέου αναθεωρητισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο[3], όπως εφαρμόζονται σε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό της περιφέρειας της ευρωζώνης σε περίοδο γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, όπου οξύνονται οι αντιθέσεις κεφαλαίου-εργασίας, μητρόπολης-περιφέρειας κλπ. Με όρους γκραμσιανούς έχουμε ανοιχτό οικονομικό- και όχι μόνον- καταναγκασμό χωρίς τη θωράκιση ενός ηγεμονικού λόγου.
Η καθημερινή μνημονιακή πρακτική στέκεται εμπόδιο σε οποιαδήποτε μορφή λαϊκής συναίνεσης. Ενεργητικής ή παθητικής. Η μη συναίνεση προσλαμβάνεται από το κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας ως αντικειμενική τάση πολιτικής αστάθειας, ως κρίση νομιμοποίησης του μνημονιακού συστήματος εξουσίας. Έχει ενδιαφέρον μια ορισμένη ορολογία που χρησιμοποιείται συχνά από τον χώρο αυτό. Κεντροαριστερά, συνταγματικό τόξο, ιστορικός συμβιβασμός. Όλοι οι όροι από την πολιτική ιστορία της Α΄ ιταλικής δημοκρατίας 1946-1992. Θα μείνουμε στον όρο «κεντροαριστερά» γιατί αυτός είναι ο κυρίαρχος στο κείμενο των 58, δηλωτικός της πολιτικής τοπογεωγραφίας και στρατηγικής. Με δεδομένο ότι προφανώς δεν νοείται ο όρος στην ιστορική προδικτατορική ελληνική του εκδοχή καθώς ακριβώς σ’ αυτή την περίοδο εντοπίζεται η γέννηση του απεχθούς κατά τους εκσυγχρονιστές διανοούμενους και κυρίαρχου κατά την (πρώτη)  μεταπολιτευτική περίοδο αριστερού εθνολαϊκισμού[4], αλλά όπως οριοθετήθηκε ως κυρίαρχη στρατηγική εξουσίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘90[5], η ιστορική αναλογία με την κεντροαριστερή εμπειρία της συγκυβέρνησης των χριστιανοδημοκρατών (DC) με τους σοσιαλιστές (PSI) και άλλα μικρότερα κεντρώα κόμματα τη δεκαετία του ’60 στην Ιταλία παρουσιάζει ενδιαφέρον. Και μόνον τυχαίο δεν είναι ότι ο φερόμενος ως βασικός συντάκτης του κειμένου των «58» έχει μελετήσει την περίοδο αυτή[6]. Η κεντροαριστερή στρατηγική στην Ιταλία είχε ως στόχο την εμπέδωση της ρήξης ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, την κυριαρχία της γραμμής των αυτονομιστών εντός του PSI, τον σταδιακά φιλοΝΑΤΟϊκό και φιλοΕΟΚ προσανατολισμό του PSI, την ισχυροποίηση του συνασπισμού εξουσίας έναντι του εργατικού κινήματος, την απομόνωση του Ι.Κ.Κ. (PCI) και την ενίσχυση στο εσωτερικό του δεξιόστροφων τάσεων. Η κεντροαριστερή στρατηγική αντανακλούσε τους έντονους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικούς μετασχηματισμούς της μεταπολεμικής Ιταλίας όπως εκδηλώνονταν ιδιαίτερα στο PSI με τη σταδιακή επικράτηση της μικροαστικής έναντι της εργατικής τάξης εντός του κόμματος και την προϊούσα κρατικοποίησή του[7]. Η εξέλιξη αυτή του PSI οδήγησε πρώτα στη διάσπασή του  με την αποχώρηση μεγάλου τμήματος της αριστερής πτέρυγας και συγκρότησης του PSIUP (Μπάσο), της ενοποίησης σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών στο PSU και στη συνέχεια της διάλυσης του συμμαχικού σχήματος λόγω της εκλογικής αποτυχίας, στην περιθωριοποίηση της εναπομείνασας αριστερής τάσης (Λομπάρντι) και στην ανάδειξη στα μέσα της δεκαετίας του ’70 της νέας ηγετικής ομάδας υπό τον Κράξι, με τη γνωστή  κατάληξη και τη διάλυση του σοσιαλιστικού κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90 λόγω της απόλυτης διαφθοράς του. Εντελώς σχηματικά η κεντροαριστερή στρατηγική, που αντανακλά τη διαδικασία κρατικοποίησης του κόμματος και μετατροπής του σε τμήμα- κοινωνική κατηγορία του (καπιταλιστικού) κράτους οδήγησε από τον Νέννι στον Κράξι και τελικά στη σημερινή (νεο)φιλελελεύθερη κεντροαριστερά.   Οι «58» τι μας λένε;
Να συγκροτηθεί ένας τρίτος πόλος μεταξύ των δύο κυρίαρχων αντιπάλων (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ). Ο πόλος αυτός έχει αυτοσκοπό τη μόνιμη συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα, ως δομικό κομμάτι του κράτους, θεματοφύλακας του ευρωπαϊσμού, που θα συγκυβερνά με την παραδοσιακή δεξιά, ασκώντας πίεση υπέρ της ενίσχυσης των φιλελεύθερων τάσεων εντός της Ν.Δ. και των φιλευρωπαϊκών δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε χαρακτηριστικά δηλώνεται. Στόχος ο αποκλεισμός της αυτοδύναμης προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ και της «νεοκομμουνιστικής εθνολαϊκιστικής αριστεράς».
Επειδή όμως γίνεται κατανοητό ότι οι υπαρκτές κομματικές μορφοποιήσεις, κόμματα και συλλογικότητες, δεν κινητοποιούν, δεν εμπνέουν, κάτι σαν υπολείμματα εργασίας μιας χρεοκοπημένης διαδρομής, οδηγούνται στο συμπέρασμα της αναγκαίας επανίδρυσης μιας σύγχρονης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Με ρητή αναφορά στο κόμμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Η «νέα παράταξη» κυοφορείται από τα «πάνω». Είναι έκφραση και τρόπος υπέρβασης της θεμελιακής της αντίφασης. Η μεσαία τάξη, δηλαδή η ανατροπή της διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής της παραδοσιακής και της νέας μικροαστικής τάξης, είναι ο στόχος του μνημονίου. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται μια βασική διαφορά με τη μεταρρυθμιστική γραμμή του PSI των αρχών της δεκαετίας του ‘60, το οποίο στηριζόταν και ευνοούσε την άνοδο των μικροαστικών στρωμάτων. Η κυοφορούμενη  παράταξη δεν έχει, ούτε διεκδικεί τους υλικούς όρους για έναν παραδοσιακού τύπου σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο. Δεν είναι διατεθειμένη να συγκρουστεί με το νεοφιλελευθερισμό για το νέο παραγωγικό μοντέλο που ευαγγελίζεται. Αντίθετα τον προϋποθέτει. Με τον τρόπο αυτό όμως απομειώνει την όποια κοινωνική της γείωση.  Με την ενεργητική υποστήριξη ηλεκτρονικών και έντυπων Μ.Μ.Ε. επιχειρούν να σταθεροποιήσουν πολιτικά το μνημονιακό καθεστώς. Το ποτάμι όμως δεν γυρίζει πίσω. Οι κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις, συγκροτούν το αντιμνημονιακό μπλοκ ενάντια στη βαρβαρότητα. Η αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο όχι μόνον δεν αίρεται, αλλά καθημερινά  βαθαίνει. Στο κοινωνικό επίπεδο. Η εμπλοκή και ένταξη νέων κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών, το ανωνυμάτο μπορεί να τροποποιήσει τους συσχετισμούς και να αποσταθεροποιήσει το μνημονιακό σύστημα. Έκφραση αυτής της κίνησης πρέπει να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ.  
Ο αγώνας των σοσιαλιστών για την δημοκρατική επαναθεμελίωση του κράτους, την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση, για μια πατρίδα ελεύθερη από τα μνημόνια και απεξαρτημένη από τις δανειακές συμβάσεις, για μια Ευρώπη δημοκρατική και όχι ζωτικό χώρο του γερμανικού ιμπεριαλισμού,  ορίζεται ως αντίπαλος της κεντροαριστερής στρατηγικής που εμπεριέχεται στο κείμενο των «58».     


[1]  Μέλος ΣΥΡΙΖΑ Δικηγόρων και  Σ.Ε. Νέου Αγωνιστή-Δίκτυο Αριστερών Σοσιαλιστών. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αυγή, 19-10-2013
[2] Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 14-10-2013
[3] Σασούν Ντ, Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, εκδ. Καστανιώτη 2001, τ. 2ος, σελ. 391 επ. 
[4] Πανταζόπουλος Α., Για το λαό και το έθνος. Η στιγμή Ανδρέα Παπανδρέου 1965-1989, εκδ. Πόλις, 2001
[5] Ομιλία Κ. Σημίτη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ κατά την εκλογή του ως πρωθυπουργού, 18-1-1996.
[6] Βούλγαρης Γ., Ο δύσκολος εκσυγχρονισμός. Πολιτικές στρατηγικές και κοινωνικό κράτος στη σύγχρονη Ιταλία, εκδ. Εξάντας, 1990.
[7] Γ. Ράσκε-Η. Κατσούλης κ.α. Τα πολιτικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, εκδ. Παρατηρητής, 1993, τ. Β΄, σελ. 109 επ.