Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

“ΥΠΟΚΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΑΔΕΛΦΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙΣ”….

Ξεκινάω με τους στίχους του Σαρλ Μπωντλαίρ από τα «Άνθη του κακού», γιατί ανήκω κι εγώ στη κατηγορία αυτών  που «δίνουν» στον αντιμνημονιακό αγώνα,  αλλά απέχουν από το να τα δίνουν  όλα:  Δηλαδή να επενδύουν όλο το  είναι τους κι όχι απλά την ενέργειά τους ως πολιτών και ψηφοφόρων -  που  επιφυλάσσονται να  γιουχάρουν ή να «ψηφίσουν εν καιρώ σωστά»  ή να τιμωρήσουν το κακό  κόμμα ή να αθροιστούν στα γκάλοπ ως αρνητές της πασοκικής αλητείας ή έστω, συντάσσοντας ένα εμπαθές κείμενο  –« ΠΑΣΟΚ delenda est»  -  στο στυλ του Κάτωνα του Τιμητή που ξεκίναγε τις αγορεύσεις του  στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο με το πρόταγμα της καταστροφής της Καρχηδόνας….

Δίνουμε αρκετά, αλλά όχι πολλά και κάθε άλλο παρά επαρκή για να ανατρέψουμε τη τυραννία του ΔΝΤ και της Τρόϊκας. Κι έτσι επιτρέπουμε  στον   ανθυπογκαουλάϊτερ Βενιζέλο (για να μην  το παίρνει κι επάνω του !)  να υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο :  Ότι υπάρχουν πολλά στα σεντούκια και στις τσέπες μας που μπορούν να τεθούν στη διάθεση της μνημονιακής συμμορίας…. Εμείς βιώνουμε την αγωνιστική μας ανεπάρκεια, αυτός μας καρφώνει ως  ανεπαρκώς λεηλατηθέντες….

 Η φιλομνημονιακή «Πασοκίλα» ήτο μέχρι πρότινος μια διακριτή οσμή, από την υπενθύμιση και υπογράμμιση του «αυτονόητου»  εκ μέρους των  πασοκιζομένων παντός είδους…Το αυτονόητο ήταν η δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα, ο φαβοριτισμός, η κατανάλωση καθ’ υπέρβαση των δυνατοτήτων μας, η διαφθορά της εκπαίδευσης, η διασπάθιση των κοινοτικών πόρων, η υπερχρέωση. Και το  επιμύθιο όλων αυτών των διαπιστώσεων  ήταν η δικαίωση της μνημονιακής τιμωρίας, η δικαίωση των ψευδών και της υποταγής,   η αξίωση της μετάλλαξης του υπαρκτού λαού σε έναν άλλο λαό – τοις κείνων (χ)ρήμασιν πειθόμενο  και αποφασισμένο για ένα διαρκές αυτομαστίγωμα τα επόμενα 150 χρόνια… Κατά βάθος η υπόθεση είχε πολύ Μπρεχτ, από εκείνο το φοβερό σαρκασμό του μεγάλου Γερμανού προς τη  κομματική γραφειοκρατία  του 1953 

« ο λαός -  έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης-  και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει -  παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δεν θα’ ταν τότε -  πιο απλό, η κυβέρνηση -να διαλύσει το λαό  -   και να εκλέξει έναν άλλον;».


Θέλαν να εκλέξουν έναν άλλο λαό, οι Μνημονιακοί και οι θλιβεροί ατζέντηδές τους, έλα όμως που σήμερα, κατά ένα περίεργο τρόπο, η υπόθεση της «διάλυσης και επανεκλογής του  λαού» επανεπικαιροποιείται. Τώρα , με την ύφεση του κινήματος των «αγανακτισμένων» και των καταλήψεων,  τίθεται από μια άλλη σκοπιά, ως αίτημα διάλυσης της μιζέριας, της κατάθλιψης, της αναζήτησης διεξόδων ατομικής φυγής, κι ακόμη ως αίτημα επανεκλογής της συλλογικής πάλης, της συστράτευσης, της αποφασιστικής μάχης, της αξιοπρέπειας απέναντι στον χυδαίο εκβιασμό. Καλή η αλληλεγγύη με τους πεινασμένους και τους άστεγους, καλά τα συσσίτια και η υποστήριξη των απόρων,  όμως ακόμη καλύτερο από την απλή αναδιανομή της φτώχειας (που τους βολεύει, ως ένα βαθμό)είναι η αμφισβήτησή της.

Στο  «Βρίζοντας το κοινό»,  θεατρικό έργο  του Πέτερ Χάντκε, ενός  αξιοπρεπούς συγγραφέα που άφησε  καλές αναμνήσεις από την στάση του στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας – όταν οι πράσινοι απολογητές της Νέας Τάξης , Κον Μπεντίτ, Αλαίν Λιπιέτζ, Κλαούντια Ροτ κλπ. χειροκροτούσαν – οι ηθοποιοί βρίζουν «όχι για να ενοχλήσουν  ή να προσβάλουν τον θεατή, αλλά για να τον ενεργοποιήσουν, να τον «συνειδητοποιήσουν», γράφει σε ένα κείμενό της η Μαρία Ξενουδάκη. Μήπως  έχει έλθει η ώρα να βρίσουμε κι εμείς εαυτούς και αλλήλους; Η ώρα  να ανακράξουμε  προς κάθε κατεύθυνση – στο στυλ του ποδοσφαιρόφιλου που ενσάρκωσε ο Χάρρυ Κλυν -     «τι τους κοιτάτε ρε, βαράτε τους! »