Έφτασα στην Βεγγάζη της Λιβύης το 1965. Δεν ήταν προφανώς δική μου επιλογή, δεδομένου ότι εκείνη την χρονιά ήμουν μόνον δώδεκα ετών. Βρεθήκαμε στην Λιβύη επί βασιλέως Ιντρίς, αυτόν που τον βρήκε αργότερα, το 1969, το πραξικόπημα του Καντάφι να κάνει διακοπές στο Αιγαίο με την θαλαμηγό του, έκτοτε έχασε την Λιβύη και τον θρόνο δια παντός… Ο πατέρας μου είχε εγκαταλείψει υποχρεωτικά την Ελλάδα και μετά από λίγο, ακολούθησε υποχρεωτικά και η υπόλοιπη οικογένεια -ήτοι: η μητέρα μου, εγώ κι ο μικρότερος αδελφός μου. Φτάσαμε λίγο πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Ο Σπύρος θα πήγαινε Τρίτη Δημοτικού στο Κοινοτικό Ελληνικό Δημοτικό Σχολείο κι εγώ στην Α΄ Γυμνασίου. Θυμάμαι τα περισσότερα ονόματα των τότε συμμαθητών μου και συνομιλίκων, τα οποία παραθέτω ευθύς: Στην Α’ Γυμνασίου ήμασταν 15 παιδιά : δέκα αγόρια και πέντε κορίτσια, ενώ στο Α’ Τρίμηνο της Β’ Γυμνασίου, ως τότε δηλαδή που ήμουν μαθητής στην Βεγγάζη, γιατί μετά έφυγα, νομίζω ήμασταν 12. Αναφέρω:Λεριάς Γιάννης, Μιμίκα Λίτσα, Ελένη Παπαδοπούλου (l’ amour perdu), Εικοσπένταρχος, Ντία Οικονόμου, Μαλιάκας –τρία αδέλφια, ο ένας συμμαθητής μου– από Πειραιά, Γκουντάρα Ολυμπία –έβαζε μπαμπάκι μέσα στα στήθη της για να φαίνονται μεγάλα– μια τάξη μεγαλύτερη, μαζί με την Μαίρη –Β’ Γυμνασίου επίσης τότε– την κοντή την ερωτιάρα, με είχε καλέσει σε πάρτι της στην Βεγγάζη, φορούσε νάιλον κάλτσες με καλτσοδέτες, πρώιμο θηλυκό, ο Γεωργίου νομίζω, επίσης συμμαθητής μου. Εξηγημένα παιδιά όλοι κι όλες, χωρίς πολλές αντιθέσεις, δεμένοι αρκετά μεταξύ μας, ίσως βοηθούσε ότι ήμασταν σε ξένο τόπο. Μας διέκρινε μια εφηβική, μεταφυσική για την ηλικία, αθωότητα. Αργότερα γνώρισα πολλές «πουστιές» σε σχολεία: στις Σπέτσες, στην Τζέντα, στην Αθήνα… Και άλλοι εκεί: ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος τορναδόρος –με είχε βαρέσει λόγω Ελένης, της αδελφής του, όταν μετά από μήνες φλερτ καταφέραμε να φιληθούμε για πρώτη φορά μέσα στο σχολικό λεωφορείο, κάποιος μας κάρφωσε, δούλευε στην ARCHIRODON. Γκουντάρας από Λιτόχωρο Πιερίας –ξαδέλφια συνονόματα συνάντησα αργότερα και στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας.
Το Γυμνάσιο είχε μεταφερθεί για πρώτη χρονιά σε μια μικρή Βίλα έξω από την πόλη που διαμορφώθηκε ιδιόρρυθμα σε σχολικό κτίριο με έξι τάξεις, η δε μετακίνηση μας από και προς αυτήν γινόταν ομαδικώς με ένα απαρχαιωμένο πούλμαν. Στο πίσω προαύλιο είχαμε βάλλει φιλέ και διαμορφώσει ένα γήπεδο Βόλλεϊ, στο δε μπροστινό μέρος της Βίλας κάθε τάξη είχε αναλάβει και φρόντιζε έναν μικρό περιφραγμένο κήπο. Προφανώς, ελάχιστα φυτά άντεξαν σε τέτοια θερμοκρασία και σε περιποίηση μαθητών ερασιτεχνών κηπουρών εκ περιτροπής. Ήμασταν εν συνόλω εξήντα με εξηντατρία παιδιά για τις έξι τάξεις, οι δε καθηγητές μας από την Ελλάδα ήταν έξι με επτά. Είχαμε Μαθηματικό, Φυσικό, Θεολόγο και Φιλόλογους. Την μια χρονιά που ήμουν εκεί, σε μεγαλύτερη τάξη δίδασκε ο εκ Θεσσαλονίκης φιλόλογος και λογοτέχνης Γ. Ιωάννου. Στην Βεγγάζη ο «Αρχιμήδης» και η «Οδών και Οδοστρωμάτων» των Καρπίδα και Κωνσταντόπουλου συγχωνεύτηκαν και έφτιαξαν την ARCHIRODON στην οποία εργαζόταν ο πατέρας μου. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους διευθυντές, ήταν ο Ανδρόπουλος, φίλος του πατρός μου. Χόρευαν μαζί δημοτικά τραγούδια μέρα μεσημέρι δίπλα στα λυόμενα με μουσική στη διαπασών, μπροστά στην Καντίνα, πενήντα μέτρα απόσταση από την θάλασσα, ο Μίλτος ο ψηλός κι οι άλλοι τους κοίταζαν, κάποιοι βαρούσαν παλαμάκια. Εκεί πουλήσαμε και μια σαλονοτραπεζαρία –τον Μίλτο νομίζω– που μας είχε απομείνει από την Ατθίδων, Καλλιθέα.Ζούσαμε σε λυόμενα τουλάχιστον τριακόσιες Ελληνικές οικογένειες, σε χώρο περιφραγμένο, χωριστά από τους Άραβες. Αποτελούσαμε τα δύο τρίτα της τότε Ελληνικής Κοινότητας Βεγγάζης. Η Κοινότητα τότε σε ακμή, συντηρούσε Εκκλησία, τα Σχολεία ως και Σύστημα προσκόπων. Στους προσκόπους μάλιστα ένα φεγγάρι είχα πάει κι εγώ, αφού είχα προϊστορία από την Καλλιθέα όπου ήμουν λυκόπουλο. Θυμάμαι, κάναμε τους μάγκες και μια μέρα ανοιχτήκαμε με μια σχεδία στο λιμάνι, μας πήρε η θάλασσα, σκέψου να ’μασταν και στ’ ανοιχτά, είδαμε και πάθαμε να καταφέρουμε να δέσουμε την σχεδία. Εμείς είχαμε ολόκληρο συνοικισμό πλάι στην θάλασσα. Ανάμεσα στα μπλόκια που ήταν ατάκτως ερριμένα πλάι στο λιμάνι που κατασκεύαζε η ARCHIRODON, είχαμε φτιάξει σπηλιές σκεπασμένες με χάρμποτ και στρωμένες κάτω με άχυρο. Ευτυχώς ήμασταν μικροί και δεν καπνίζαμε κι έτσι υποθέτω γλιτώσαμε από το να καούμε κάποια μέρα εκεί μέσα. Όταν είχε καλό καιρό και προφανώς όταν ήθελαν τα μεγαλύτερα παιδιά βγαίναμε την νύχτα πυροφάνι. Ανάβαμε φωτιές πάνω στα βράχια ανάμεσα στην αβαθή παραλία που κάποια στιγμή ρήχαινε πολύ , πριν ξαναβαθύνει απότομα και ενωθεί με το Πέλαγος. Οι γνώστες με τα καμάκια χτυπούσαν ψάρια, ενώ εμείς χαζεύαμε τις σμέρνες.
Έβγαινα από τον συνοικισμό στην πόλη συχνά, σχεδόν καθημερινά, δεν αντιμετωπίζαμε πρόβλημα ασφαλείας, άλλωστε η πόλη ήταν μικρή, εξήντα- εβδομήντα χιλιάδων κατοίκων . Πήγαινα για ψώνια, στο φούρνο συνήθως όπου ψώνιζα ψωμί με τα λίγα αραβικά που ήξερα, στο Παζάρι, μια φορά μάλιστα θυμάμαι είχα κουρευτεί στο κουρείο της αγοράς. Άλλοτε πάλι πήγαινα στο κέντρο της πόλης, στο κατάστημα καλλυντικών που εργαζόταν η μητέρα μου, η μόνη με ευρωπαϊκή περιβολή, ερχόντουσαν οι ντόπιες πλούσιες για τα ψώνια τους με συνοδεία αντρική και με σκεπασμένο κεφάλι. Εντός του μαγαζιού το αποκάλυπταν για να διαχυθεί συνήθως στο χώρο μια αδίκως καλυμμένη μελαχρινή ομορφιά. Τις Κυριακές πάλι πηγαίναμε στο CIRCOLO CAΤTOLICO όπου μαζεύονταν οι Ιταλοί και οι Μαλτέζοι Καθολικοί –ήταν η πολυαριθμότερη Κοινότητα στην Βεγγάζη η Ιταλική τότε– όπου παίζαμε Bingo ή παρακολουθούσαμε κινηματογραφικές ταινίες –εκεί είχα γνωρίσει και μια πανύψηλη Μαλτέζα, κοκκινομάλλα, φιληθήκαμε την ώρα της προβολής του φιλμ, οι γέροι μας παρακολουθούσαν με τις άκρες των ματιών, γι’ αυτό περιμέναμε να σβήσουν τα φώτα.
Όποτε μας δινόταν η ευκαιρία κάναμε εκδρομές στην Κυρηναϊκή –στην Τριπολίτιδα δεν τα καταφέραμε ποτέ να πάμε. Έτσι επισκέφθηκα τα ερείπια της μεγαλοπρεπούς Ελληνικής Κυρήνης και της παραθαλάσσιας Απολλώνιας. Έτσι συνάντησα κοντά στον επαρχιακό δρόμο τους Βεδουίνους να κάνουν αγώνες με άλογα και με καμήλες πλάι στις σκηνές τους μεσ’ την σκόνη, με τα γυναικόπαιδα να τους παρακολουθούν. Έτσι είδα για πρώτη φορά στην έρημο αντικατοπτρισμό, έτσι είδα τον Γκίμπλις, τον κίτρινο άνεμο να σκεπάζει τα πάντα με αμμόχωμα –να μην μπορείς να διακρίνεις ούτε την μύτη σου. Και μια μέρα που μπήκαμε πιο βαθιά στην έρημο, πέρα από τους αντικατοπτρισμούς, έψαχνα με το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα, καθαρίζοντας και ξανακαθαρίζοντας τα γυαλιά μου, μήπως η τύχη με ευνοήσει και συναντήσω την χαμένη στρατιά του Καμβύση.
Σήμερα, Μάρτη του 2011, η Βεγγάζη είναι η έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης κατά του Καντάφι. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Το 1969 ήταν η εποχή Καντάφι: ανατροπή του βασιλιά Ιντρίς, σβήσιμο της ημισελήνου από την Λιβυκή σημαία, μετονομασία σε Λιβυκή Τζαμαχιρίγια, προσπάθεια ανύψωσης των γυναικών με δυνατότητα καριέρας στο στρατό (και απαγόρευση κλειτοριδεκτομής), πάρε δώσε με τον δικό μας Ανδρέα … στήριξη απελευθερωτικών κινημάτων (όπως του ιρλανδέζικου ΙΡΑ) ... μέχρι που έγινε κι’ αυτός απολυταρχία. Αλλάζουν οι καιροί. Και να, ξαναπροβάλλει σήμερα στην ιστορία η Βεγγάζη, ως έδρα των αντικαθεστωτικών, το δικαστικό μέγαρο της πόλης ως προσωρινό αρχηγείο της «Επανάστασης της 17ης Φεβρουαρίου», ως η ενσάρκωση μιας νέας ελπίδας : Μέχρι να στεριώσει ή να διαψευσθεί και αυτή, όπως έχει γίνει εκατοντάδες φορές ως τώρα, στο διάβα της ιστορίας.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό manifesto. τ.24, Απρίλιος 2011, σ.44-45