«Νερό από το Σύριγγα» «νερό από του Λούκη» διαλαλούσαν οι νερουλάδες των παιδικών μου χρόνων. Με δυο γαϊδουράκια φορτωμένα πήλινα μεγάλα σταμνιά ανεβοκατέβαιναν καθημερινά τα σκαλιά της Ερμούπολης μεταγγίζοντας σε μικρότερα κανάτια το πόσιμο νερό της οικογένειας αντί ελάχιστων κερμάτων. Σε μια πολιτεία όπου το νερό ήταν πάντα ιερό αυτή η περιφορά της σπανιότητας αναγορευόταν σε ύψιστη πολυτέλεια. Κάθε σπίτι είχε στέρνα για να συλλέγει βρόχινο νερό, γι αυτό και με τα πρώτα πρωτοβρόχια οι ταράτσες και οι αυλές καθαριζόντουσαν σχολαστικά. Ελάχιστα σπίτια είχαν πηγάδια με συνήθως λίγο κακής ποιότητας νερό. Έτσι το πόσιμο νερό έπρεπε να έρχεται από τις ελάχιστες μακρινές πηγές και οι κάτοικοι υπερασπιζόντουσαν με ζήλο την προτίμησή τους στη συγκεκριμένη πηγή και το συγκεκριμένο νερουλά. Είναι πιο νόστιμο ή πιο χωνευτικό, ήταν οι συνήθεις δικαιολογίες. Σε άλλα κυκλαδονήσια λιγότερο οργανωμένα ο κόσμος έπινε το νερό της στέρνας που συνήθως απολύμανε ρίχνοντας μια φορά το χρόνο ένα κομμάτι άσβεστου ασβέστη.
Επέστρεψα στην Ερμούπολη και αν και στα σπίτια τρέχει άφθονο καθαρό νερό από την αφαλάτωση, και στα μαγαζιά κυκλοφορούν τα πλαστικά βιομηχανοποιημένα μπουκάλια της τουριστικής εξάπλωσης, οι νοικοκυρές εξακολουθούν να προτιμούν το ντόπιο νερό που πουλούν μηχανοκίνητοι πια νερουλάδες, που μεταγγίζουν σε πλαστικά μπιτόνια που αφήνουν οι νοικοκυρές στις γωνιές των ανηφοριών με τα σκαλιά - κάθε μπιτόνι με τα αρχικά του νοικοκύρη και τα κέρματα της αξίας του νερού δεμένα σε πλαστικό σακουλάκι στο χερούλι του μπιτονιού. Το να κλέψει κάποιος αυτά τα κέρματα θεωρείται αδιανόητο. Θα ήταν σα να κλέβει εκκλησιά. Συνηθισμένη πια στα Κεφαλάρια και τις γραφικές πηγές με την αφθονία των πλατάνων να τα σκιάζουν, τις γενναιόδωρες βρύσες των ορεινών χωριών με τους καντάλους να μη περιορίζουν την αφθονία που ξεχειλίζει, αναζήτησα τη μυθική πηγή της παιδικής μου νοσταλγίας στου Σύγιγγα. Με είχαν προετοιμάσει. «Μη φανταστείς κάτι το εντυπωσιακό.» Πηγή είναι. Πώς θα μπορούσε να μην είναι, σκέφθηκα. Ανεβήκαμε ξεροψημένα όρη και ανεμοδαρμένες πλαγιές, περάσαμε σύριζα από νωχελικές σε διάρκεια 7 μποφορ ανεμογεννήτριες, θαυμάσαμε την βόρεια ακτογραμμή του νησιού κι αναγνωρίσαμε τους όρμους και τις παραλίες μέχρι που φθάσαμε σε μια συστάδα ταπεινών κατοικιών και μιαν αυλόθυρα. «Από τον ιδιοκτήτη» έγραφε. «Κλείνετε την πόρτα και τη βρύση». Βρεθήκαμε σε μιαν αυλή με κληματαριά και πέτρινο τραπέζι, όμοια με τις περισσότερες αυλές του νησιού μόνο που στη άκρη κατέληγε στο σιδηρόφραχτο στόμιο μιας σπηλίτσας από την οποία ξεπρόβαλε ένας σωλήνας. Αυτή ήταν η πολυδιαφημισμένη πηγή του Σύριγγα. Δεν απογοητεύθηκα. Μονάχα θαύμασα. Φαντάστηκα την καθημερινή διαδρομή, χειμώνα καλοκαίρι, των νερουλάδων, τόσα χιλιόμετρα στα κατσάβραχα με τα γαϊδουράκια και το γεγονός ότι με τα ελάχιστα κέρματα της κάθε διαδρομής, τότε επιβίωναν οικογένειες. Αναζήτησα και ήπια σε φιλικό σπίτι το μαγικό νερό. Πικράθηκα γιατί δεν βρήκα άλλη γεύση από το εμφιαλωμένο. «Στο μαγείρεμα τώρα πια, χρησιμοποιώ την αφαλάτωση» βεβαίωσε μια φίλη. «Δεν έχει διαφορά.» «Στο μαγείρεμα τότε βάζαμε νερό της στέρνας, θυμήθηκα. έβραζαν καλύτερα τα όσπρια». «Οι στέρνες καταργήθηκαν» με βεβαίωσαν. «Οι νερουλάδες όμως ακόμη κυκλοφορούν.» και άρχισαν να διαφωνούν για το ποια πηγή έχει το καλύτερο νερό. «Του Σύριγγα» επέμεινα. Δεν είπα το γιατί. Το κατάλαβαν χωρίς να το πουν. Όλοι στη γενιά μας γεύτηκαν το άρωμα της νοσταλγίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου