Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΟΥ




Στη δεκαετία του 50 οι κατασκευές κρατούσαν εβδομάδες και μήνες, η πελεκητή πέτρα αποτελούσε σημαντικό οικοδομικό υλικό, το πηλοφόρι και το ατομικό καροτσάκι ήταν βασικά εργαλεία. Και όλα αυτά συνυπήρχαν μέσα σε ένα αδιαμόρφωτο πλαίσιο, όπου οι δρόμοι ήταν χωρίς ρείθρα και τα όρια δρόμου και πεζοδρομίου ακανόνιστα. Το καλοκαίρι η σκόνη πήγαινε σύννεφο, κι οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να την «καταλαγιάσουν» ιδιαίτερα τα απογεύματα, καταβρέχοντας μέχρι και τον έξω από το οικόπεδό τους χώρο, ενώ κάποτε - κάποτε το καθήκον αυτό ανελάμβανε η υδροφόρα της δημοτικής αρχής. Αργότερα έμαθα, από μια αφήγηση του Ηλία Πετρόπουλου (2), ότι η κατάσταση αυτή ήταν γνώριμη ακόμη και στο αθηναϊκό κέντρο της δεκαετίας του 1890, όταν η Αθήνα χαρακτηριζόταν «κονιορτούπολις, γιατί ήτανε πόλη κονιορτόβλητος και κονιορτόπληκτος». Το χειμώνα τα πράγματα άλλαζαν δραματικά: Στον περίγυρο των δικών μου παιδικών χρόνων, μετά τις βροχές , σχηματίζονταν λιμνούλες διάρκειας, ενώ γενικότερα κυριαρχούσε η λάσπη.

«
Ασυνάρτητα περίχωρα», θα μπορούσε να πει ο Σαββόπουλος, ίσως με το ίδιο πνεύμα που στιχούργησε «άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία- κάθε τι μισοχωμένο μεσ’ τη γη» (3) … Εκεί και τότε λοιπόν, υπήρχαν παλιά σιδερικά πεταμένα στις αλάνες, υπήρχαν παρηκμασμένα και χιλιοχρησιμοποιημένα κομμάτια επίπλων, υπήρχαν σκουριασμένα και άκρως κακόφημα κονσερβοκούτια λόγω υποτιθέμενης «προϋπηρεσίας» στον εμφύλιο – χρήσιμα για θανατικές εκτελέσεις «χαμηλού κόστους», ελλείψει πυρομαχικών, κατά πως ισχυριζόταν η δεξιόστροφη προπαγάνδα .......
……
Σ’ αυτό το παράξενο μόρφωμα, με τις απειράριθμες αλάνες και τους αδιαμόρφωτους χώρους, όπου η διέλευση αυτοκινήτων ήταν εξαιρετικά σπάνια, όπου οι οδικές σημάνσεις και η «διαχείριση της κυκλοφορίας» ήταν ξένη και γνώριμη μόνο από το κέντρο της Αθήνας όπου και διεκπεραιωνόταν κυρίως με το «mannual» σύστημα από ευσταλείς τροχονόμους, αραιά και πού μπορούσε κανείς να συναντήσει ιππείς του βασιλικού ιππικού να «προπονούν» πολλές δεκάδες άλογα για τα εορταστικά και τελετουργικά τους καθήκοντα. Άλλοτε πάλι μπορούσε να συναντήσει σχηματισμούς μοτοσυκλετιστών της Στρατιωτικής Αστυνομίας να κινούνται σε πυκνή φάλαγγα, κολλητοί ο ένας με τον άλλο, για προπονητικούς επίσης λόγους, ή να βρεθεί μπροστά σε κάποιο κοπάδι προβάτων. Ή την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα, μπορούσε να έρθει αντιμέτωπος με γαλοπούλες, στριμωγμένες σε πυκνούς σχηματισμούς, καθοδηγούμενες από «τσοπάνηδες» με τη βοήθεια ενός μεγάλου καλαμιού, με προορισμό την “ live” πώλησή τους για τις γιορτές. ……...
……T
ις Κυριακές φορούσαμε τα καλά μας – κατά πως έλεγε ο τίτλος ενός βιβλίου της Μαριέλλης Σφακιανάκη – Μανωλίδου (6) . Κι ακόμη τις Κυριακές γευόμασταν το κρέας σε περίτεχνες συνθέσεις με το ρύζι, τα μακαρόνια ή τις πατάτες, που μας φαινόταν πιο νόστιμο, μάλλον λόγω της σπανιότητάς του. Παρ’ όλα αυτά οι Κυριακές ήταν εκείνες που έφερναν στο προσκήνιο μια υποβόσκουσα θλίψη: με κάποια απογεύματα του χειμώνα, μετά το συνηθισμένο τοπικό αγώνα στο γήπεδο, ακόμη και μετά τη νίκη της τοπικής ομάδας, να αισθάνεται κανείς βυθισμένος σε μια ακαταμάχητη μελαγχολία, χωρίς έξοδο διαφυγής, χωρίς θεάματα και ακροάματα, χωρίς κοντινούς χώρους συνάντησης. Ίσως για κάποια τέτοια κυριακάτικα απογεύματα να τραγουδήθηκε – μερικά χρόνια αργότερα – το «Σαββατόβραδο» του Καζαντζίδη : «Αχ να’ ταν η ζωή μας - Σαββατόβραδο ! - Κι ο χάρος να ’ρχονταν, - μια Κυριακή το βράδυ».(7)
Το αντιστάθμισμα σε αυτή τη βύθιση - σαν ένα φυσικό αγχολυτικό διαρκείας – ήταν οι ανοιχτοί ορίζοντες της ημέρας: Ήταν η θάλασσα που πέντε μόλις χιλιόμετρα μακρύτερα φαινόταν κοντινότερη, όντας αδιαμεσολάβητη από κτίσματα, πυκνή οδοποιϊα ή δυνατούς θορύβους. Ήταν το φως που έσωζε την αξιοπρεπή μας φτωχοκοινωνία – κατά πως έλεγε η Τατιάνα Γκρίτση Μιλιέξ (8): Οι υπέρλαμπρες μεσημεριάτικες λιακάδες του χειμώνα, που λειτουργούσαν σαν εξαίσιο αντίδοτο στο ημίφως και στην υγρασία που δέσποζε στους οικιακούς χώρους, όπου κυριαρχούσαν τα ανήμπορα μαγκάλια και στη καλύτερη περίπτωση οι σόμπες πετρελαίου, με τη χρήση του ηλεκτρισμού να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και μετρημένη…..
 

….
Το φθινόπωρο ο χώρος του κήπου γέμιζε σιγά-σιγά από τα φύλλα που έπεφταν, που προηγουμένως είχαν κυριαρχήσει στο οπτικό μας πεδίο με ιμπρεσσιονιστικούς χρωματισμούς, πρωτίστως με παραλλαγές του καφέ και του κίτρινου... Το χειμώνα, με τις γυμνές σιλουέτες των δέντρων και των θάμνων, ο κήπος μίκραινε όπως μια γάτα που μουσκεύεται από τη βροχή, γινόταν κυριολεκτικά αγνώριστος. Τότε ήταν που πασχίζαμε να σώσουμε κάποιες εύρωστες λεμονιές από τις πρωινές παγωνιές, για να μη χάσουμε την πολυτέλεια να γευόμαστε καρπούς χωρίς τη παραμικρή χρονοτριβή – από το κλαδί στο πιάτο! Όμως την άνοιξη όλο αυτό το κακοφορμισμένο και μίζερο σχήμα αναπτερωνόταν φτιάχνοντας μια μικρή ζούγκλα, με τα χόρτα που θέριευαν και καμιά φορά συγκάλυπταν ακόμη και κάποια ψοφίμια . Τότε οι πυκνοί θάμνοι έφταναν μέχρι στο να κλείνουν το ένα από τα δύο οικήματα του οικοπέδου, αφήνοντας να φαίνονται ελάχιστα στοιχεία της όψης του, καμουφλάροντάς το, κάνοντάς το δυσεύρετο έως «αόρατο» ...
……
Κάποια ζεστά αυγουστιάτικα βράδια, εμφανίζονταν αδύναμες πυγολαμπίδες που φέγγιζαν εδώ κι εκεί, συνήθως πάνω σ’ ένα υπερυψωμένο παρτέρι του κήπου. Εκεί, στη καρδιά του καλοκαιριού, οι σκιάσεις των δένδρων και των θάμνων πίσω από το θαμπό ημίφως - άλλοτε του φεγγαριού κι άλλοτε του έναστρου ουρανού - ανέδιδαν κάτι το μυστηριακό και υποχθόνια θελκτικό, που όμως δεν προκαλούσε καμιά δεισιδαιμονική ανησυχία.. Κι από κοντά, σ’ αυτό το οπτικό καθεστώς με τις ήπιες φωτοχυσίες, όπου όλες οι εστίες φωτός ήταν σχεδόν ισοδύναμες και ισορροπούσαν, έρχονταν τα τρυφερά ηχητικά απομεινάρια απόμακρων λόγων - που άλλοτε ήταν οι ψίθυροι των δικών μου και άλλοτε ομιλίες αγνώστων που βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση: Ομιλίες με απροσδιόριστο περιεχόμενο, απίστευτα απαλές και φαντασιογόνες. Ομιλίες που θα ήταν αδύνατο να προσληφθούν μέσα στο σημερινό καθεστώς του διαρκούς ηχητικού βόμβου, με τις ενδιάμεσες εξάρσεις σκληρών ήχων….
…..
Μια γάτα νευρίαζε τη χρησιμοθηρική μητέρα μου που προσδοκούσε οφέλη από το οτιδήποτε του κήπου, μέχρι που θέλησα με τη πράξη μου να της αποδείξω το αντίθετο: Παίρνοντας το ανύποπτο ζώο στα χέρια μου και χρησιμοποιώντας το πέρα-δώθε σαν βούρτσα, για τα σκονισμένα παπούτσια μου! Δεν πείσθηκε για τη συνολική χρησιμότητα της γάτας, αλλά πάντως γελάσαμε...........
Y
Γ
To
παρόν κείμενο είναι περίληψη του άρθρου «Ο κήπος μου», που δημοσιεύθηκε σε ένα πρώτο σχεδίασμα στο περιοδικό «ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ» και στη συνέχεια στο ηλεκτρονικό περιοδικό http://www.greekarchitects.gr/. Η φωτογραφία από την Ηλιούπολη του 1953 προέρχεται από το αρχείο του Κλέωνα Π.Διονυσάτου