Το παρακάτω κείμενο της Κατερίνας Κορρέ για τον ΜΑΚΗ δημοσιεύεται στο 2ο τεύχος του περιοδικού ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ. Η φωτογραφία του συγκεκριμένου λυκόσκυλου στην "οροφή" του τρίκυκλου (Αθήνα, Ιερά οδός, από το αρχείο της Αλίκης Τσουκαλά) δεν έχει σχέση με το Μάκη αλλά δείχνει πόσα μπορεί να ανεχθεί ένας φιλόζωος , ακόμη και όταν τυχαίνει να είναι με σπασμένο πόδι, με μικρό παιδί, με όχημα της συμφοράς και μάλιστα με κλαταρισμένο λάστιχο! Να κάποιοι που βάζουν "Πάνω απ' όλα το σκυλί " και τα αισθήματά τους..........
Εκείνο το απόγευμα του Ιούνη που τον κρέμασαν ανάποδα στο δέντρο κάποια μικρά τέρατα, και τον κτυπούσαν με μανία, τι θά χε απογίνει ο Μάκης αν δεν τον έσωζε η κόρη του παπά και δεν τον πήγαινε στον Ζαχαρία ; Αιμόφυρτο κι αναίσθητο τον έφερε στο σπίτι μας.
Χρειάστηκαν βδομάδες θεραπείας για να περπατήσει. Μετα απο μήνες καθημερινής φροντίδας, κατάφερε να του θεραπεύσει την πυώδη ωττίτιδα.
Πεντακάθαρος και καλοκουρεμένος, λιαζόταν πλέον στην αυλή μας κι οι γείτονες δεν πίστευαν στα μάτια τους. «Η τύχη σου Μάκη!» του πετούσαν οταν, σενιαρισμένος και καμαρωτός, έβγαινε βόλτα με τον Ζαχαρία.
Κανείς δεν είχε φανταστεί, εκεί που τριγυρνούσε στα χωράφια ρυπαρός και φοβισμένος κι ερχόταν στην ταβέρνα του χωριού να ζητιανέψει , πόσο θα άλλαζε η ζωή του.
Το παρελθόν του ήταν άγνωστο. Είχε το ύφος κάποιου που έζησε καλύτερες ημέρες. Μπορεί να πέρασε τα νιάτα του σε σπιτικό ζεστό, νά πήρε αγάπη και φροντίδα κι έπειτα χάθηκε ή τον εγκατέλειψαν. Η αλητεία πάντως τον κατέστησε θρασύ και δύσπιστο, οι τρόποι του δεν ήταν οι καλύτεροι. Ορμούσε στην τροφή πριν την βάλουμε στο πιάτο του. Μασούσε τις καρέκλες κι έξυνε ανυπόμονα την πόρτα όταν πηγαίναμε να ανοίξουμε. Απλώναμε αλουμινόχαρτο στον καναπέ ωστε να μάθει να κοιμάται στο κρεββάτι του.
Σε κάθε ευκαιρία το ‘σκαγε κι έμπλεκε σε άγριους καυγάδες. Τον ψάχναμε, νυχτιάτικα, στα σοκάκια του χωριού. Επέστρεφε στο σπίτι λασπωμένος και συχνά γεμάτος αίματα. Η βεντέτα που άνοιξε μ΄ένα άγριο λυκόσκυλο λίγο έλειψε να τον σκοτώσει δυό φορές. Ο Ζαχαρίας τον έπλενε, τον πήγαινε στο Ρέθυμνο να ράψουνε τα τραύματα.
Ο Μάκης αδιόρθωτος. Ετρεχε πίσω απο κάθε θηλυκό κι όπως ήταν κοντοστούπης, το αντικείμενο του πόθου του ήταν συνήθως μεγαλόσωμο. Μερόνυχτα έκλαιγε και τσίριζε, αυτός ένα ημίαιμο κανίς, για κάποιο θηλυκό λυκόσκυλο.
Ηταν και φοβιτσιάρης. Οι κρότοι, τα μπουμπουνητά, ο βόμβος των αεροπλάνων, τ΄αστροπελέκια και οι πυροβολισμοί τον τρέλαιναν. Επρεπε νά ‘ναι κάποιος δίπλα του. Ο Ζαχαρίας τον έπερνε αγκαλιά, τον χάϊδευε, τον ηρεμούσε.
Επτά χρονών περίπου ήρθε σπίτι μας. Δεν ελπίζαμε να μάθει νέα πράγματα και να αποβάλει τις ενοχλητικές συνήθειες.
Και όμως. Δεν πέρασε καιρός κι η αλλαγή ήταν φανερή. Ο χαρακτήρας, η συμπεριφορά, ακόμα και του προσώπου του η έκφραση, είχαν αλλάξει. Ηταν κοινωνικός, χαρούμενος, ευγενής.
Ισως δεν ήθελε να μας δυσαρεστήσει ή δεν καταδεχόταν να τον μαλώσουμε. Εντάχθηκε στον τρόπο της ζωής μας χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια εκ μέρους μας. Σύντομα, φτάσαμε σ΄εκείνο το σημείο συνενόησης οπου τα λόγια δεν είναι πλέον απαραίτητα.
Κι έτσι άρχισε να ξεδιπλώνει τα ταλέντα του.
Ηταν μουσικόφιλος με ιδιαίτερη προτίμηση στον Μότσαρτ, τον Στράους και τον Μπρέγκοβιτς. Απόδειξη αδιάψευστη η ουρά του.
Και χόρευε θαυμάσια. “Ελα Μάκη να χορέψουμε” : Ευθύς πετιόταν πάνω, σου έδινε τα μπροστινά του πόδια και χόρευε με τον ρυθμό, κουνώντας την ουρά του.
Το πιο μεγάλο όμως απο τα ταλέντα του, και η μεγάλη διασκέδασή του, ήταν το ποδόσφαιρο. Μάκης ο μέγας μπαλαδόρος. Μάγος στις ντρίμπλες και στις προσποιήσεις. Και πως καμάρωνε όταν έφτανε η μπάλα του στο τέρμα!
Σύντροφος εξαιρετικός στις εκδρομές και στα ταξίδια. Αυτός, που στην αρχή απαιτούσε να κάθεται στα πόδια του οδηγού και ξερνούσε συνεχώς.
Στα πηγαινέλα με το πλοίο τον βάζαμε στην καμπίνα μας κρυφά. Σσς.. Μάκη, μη μας πάρουνε χαμπάρι, ψιθύριζα. Δεν έβγαζε άχνα όλη νύχτα, κι ας ούρλιαζαν απέξω οι εκδρομείς των πενταήμερων.
Τα χρόνια πέρναγαν, ο Μάκης απόχτησε αρθριτικά και καταρράχτη. Οι επισκέψεις στον γιατρό πυκνώναν κι ο Ζαχαρίας έδινε μάχη με τον χρόνο φροντίζοντας τον φίλο του με αγάπη και συνέπεια.
Δεν μας υποδεχόταν πλέον και τον κούραζαν οι βόλτες. Τα πρωϊνά έβγαινε στον κήπο κι επειτα άραζε για ώρες στην κουζίνα. Έτρεμα μήπως τον πατήσω. Σωστό χαλί. Μάκης Χαλάκης, με όνομα κι επίθετο.
Ευτυχώς δεν έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Η όψη του ήταν θλιβερή : σκελετωμένος και καμπουριασμένος, με μαδημένη ουρά και μια κρεατοελιά στην πλάτη που αιμοραγούσε. Παρέμενε ωστόσο αξιοπρεπής, με εκείνη την αξιοπρέπεια των ζώων όταν γερνούν ή αρρωσταίνουν.
Κι ήρθε η στιγμή που όλες οι φροντίδες του Ζαχαρία δεν μπορούσαν να αποτρέψουν. Μετά απο τρία απανωτά εγκεφαλικά έπεσε σε κώμα.
Ο Ζαχαρίας τον έθαψε πλάϊ στο φαράγγι, κάτω απο μια βελανιδιά. Κάρφωσε στο χώμα μια διχάλα και κρέμασε το κόκκινο λουράκι που ’γραφε πάνω ΜΑΚΗΣ.
Γυρίσαμε στο σπίτι, και τότε, καταλάβαμε τόσα χρόνια τι σήμαινε για μας.
Κατερίνα Κορρέ Ρέθυμνο, 22-9- 08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου